3,274,919
edits
(1ba) |
|||
(32 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oklazo | |Transliteration C=oklazo | ||
|Beta Code=o)kla/zw | |Beta Code=o)kla/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> fut. ὀκλάσω Ph.(v. infr. 2): aor. ὤκλασα [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''196(lyr.), Plu. 2.320d:—Med., Ep. aor. opt. ὀκλάσσαιντο Euph.17:—[[crouch down with bent hams]], [[squat]] (in Hom. only [[μετοκλάζω]]), of a Persian [[dance]], ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο X.''An.''6.1.10 (cf. [[ὄκλασμα]]); διπλοῦς [[ὀκλάζων]] S. ''Ichn.''90; <b class="b3">ἐς γόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν</b>, of a soldier waiting an attack, Luc.''DMort.''27.4, cf. ''Philops.''18; [[sink down]], of a [[weary]] [[traveller]], S. [[l.c.]]; of [[ox]]en, Mosch.2.99; of horses that [[crouch down]] to let their [[rider]] [[mount]], Plu.2.139b (but of horses that [[stumble]] and throw their rider, Procop. ''Vand.''2.21, al.); of the wolf [[crouching down]] to let the Twins suck, Plu.2.320d; <b class="b3">θρόνος.. ὀκλάζων</b> [[folding-seat]], D.Chr.1.78: c. acc., <b class="b3">ὀ. τὰ ὀπίσθια, τοὺς προσθίους</b>, [[bend]] their hind- or fore-legs, X.''Eq.''11.3, Ael.''NA''7.4:—Med., Euph. [[l.c.]]<br><span class="bld">2</span> metaph., [[sink]], [[slacken]], [[abate]], ἀπειρίᾳ σοφιστικῶν παλαισμάτων ὀκλάσομεν Ph.1.199; τόνος ὀκλάζων Gal.11.172; ποδῶν δέ οἱ ὤκλασεν [[ὁρμή]] Musae.325; of the [[wind]], τῆς φορᾶς Hld.5.23, cf. Adam.''Vent.''37; <b class="b3">ὤκλαζε αὐτοῖς ὁ θυμός</b> ib.7; κραδίης ὤκλασεν [[ὄγκος]] ''AP''5.250 (Iren.).<br><span class="bld">II</span> trans., [[abate]], ὀκλάσας τὸν πόθον Hld.1.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] (ob von [[κλάω]], knicken? nach Ruhnk. ep. crit. 244 von [[ὄκος]], ὄκω, und verwandt mit [[ἄγκος]], [[ἀγκύλος]]; es ist wohl ein eigener Stamm, mit unserm » | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] (ob von [[κλάω]], knicken? nach Ruhnk. ep. crit. 244 von [[ὄκος]], ὄκω, und verwandt mit [[ἄγκος]], [[ἀγκύλος]]; es ist wohl ein eigener Stamm, mit unserm »[[hocken]]« zusammenhangend), mit gebogenen Knieen sich auf die Fersen niederlassen, hinhocken, hinkauern; λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας, Soph. O. C. 197; καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο, Xen. An. 5, 9, 10, in einem persichen Tanze (vgl. Heliod. 4, 17, wonach es eine Art Kosak od. Mazurek war); c. acc., zusammenlegen, krümmen, τὰ ὀπίσθια, Hipp. 11, 3; τοὺς προσθίους, Ael. H. A. 7, 4; Luc. verbindet ἐς [[γόνυ]] ὀκλάσας, Mort. D. 27, 4, ὀκλάζων τῷ ἑτέρῳ, Philops. 18; οἱ τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπ τειν διδάσκουσιν, Plut. conjug. praec. p. 413; – sich auf die Kniee niederlassen, wie Mosch. 2, 99 vom Stier. – Übertr., οὐ σῆς κραδίης [[ὑψαύχενος]] ὤκλασεν [[ὄγκος]], legte sich, Iren. 3 (V, 251). – Auch = müde werden, ποδῶν δέ οἱ ὤκλασεν ὁρμ ή, Mus. 325; vgl. Hesych. ὤκλασαν ἐπ ὶ τῶν ἀπειρηκότων ἐν παντὶ πράγματι; – aus Erschöpfung nachlassen, erschlaffen, einzeln bei Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> s'asseoir sur les talons, s'accroupir, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> se ramasser, se replier;<br /><b>2</b> [[s'affaisser]] <i>ou</i> s'incliner pour se reposer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> fléchir, ployer, plier : τὰ ὀπίσθια XÉN, τοὺς προσθίους ÉL les jambes de derrière, les jambes de devant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκλάξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀκλάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[приседать]], [[садиться]], [[опускаться]] (ἐπ᾽ ἄκρου λάου Soph.; ἐς [[γόνυ]] Luc.): καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο Xen. (танцор) то приседал, то вскакивал;<br /><b class="num">2</b> [[сгибать]]: ὀ. τὰ ὀπίστια Xen. приседать на задние ноги;<br /><b class="num">3</b> перен. [[падать]], [[ослабевать]], [[убывать]] (κραδίης ὤκλασεν [[ὄγκος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκλάζω''': μέλλ. -σω: ἀόρ. ὤκλασα Σοφ. Ο. Κ. 196, Πλούτ., κλ. - Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. ὀκλάσαιντο Εὐφορ. 11. Κλίνω τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], ἢ [[κάθημαι]] εἰς τὰ γόνατα ὡς ἐν τῷ ἀποπατεῖν (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[μετοκλάζω]]): ἐπὶ Περσικῆς τινος ὀρχήσεως, ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο Ξεν. Ἀν. 6. 1. 10 (πρβλ. [[ὄκλασμα]]). ἐς γόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν, ἐπὶ στρατιώτου ἀναμένοντος ἐπίθεσιν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4, πρβλ. Φιλοψ. 18· ἐπὶ κεκμηκότος ὁδοιπόρου, λέχριος ἐπ’ ἄκρου [[λᾶος]] βραχὺς ὀκλάσας Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ βοῶν, Μοσχ. 2. 99, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 642· ἐπὶ ἵππων, οἵτινες γονατίζουσιν [[ὅπως]] ἱππεύσῃ ὁ [[ἀναβάτης]], Πλούτ. 2. 139Β· ἐπὶ τῆς λυκαίνης ἥτις ἐγονάτισεν [[ὅπως]] θηλάσῃ τὰ δίδυμα βρέφη Ρωμύλον καὶ Ρῶμον, [[αὐτόθι]] 320D· - μετ’ αἰτ., ἐπὶ ἵππου, ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῖς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]] Ξεν. Ἱππ. 11, 3, Αἰλ. π. Ζ. 7. 4· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐφορ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. desidere, [[καταπίπτω]], χαλαροῦμαι, [[κοπάζω]], πραΰνομαι, Μουσαῖ. 325, Ἀνθ. Π. 5. 251· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, τῆς φορᾶς Ἡλιόδ. 5. 23· ὤκλαζεν αὐτοῖς ὁ θυμὸς ὁ αὐτ. 5. 7. ΙΙ. μεταβ., [[περιορίζω]], ἐλαττώνω, ὀκλάσας τὸν πόθον ὁ αὐτ. 1. 26. | |lstext='''ὀκλάζω''': μέλλ. -σω: ἀόρ. ὤκλασα Σοφ. Ο. Κ. 196, Πλούτ., κλ. - Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. ὀκλάσαιντο Εὐφορ. 11. Κλίνω τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], ἢ [[κάθημαι]] εἰς τὰ γόνατα ὡς ἐν τῷ ἀποπατεῖν (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[μετοκλάζω]]): ἐπὶ Περσικῆς τινος ὀρχήσεως, ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο Ξεν. Ἀν. 6. 1. 10 (πρβλ. [[ὄκλασμα]]). ἐς γόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν, ἐπὶ στρατιώτου ἀναμένοντος ἐπίθεσιν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4, πρβλ. Φιλοψ. 18· ἐπὶ κεκμηκότος ὁδοιπόρου, λέχριος ἐπ’ ἄκρου [[λᾶος]] βραχὺς ὀκλάσας Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ βοῶν, Μοσχ. 2. 99, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 642· ἐπὶ ἵππων, οἵτινες γονατίζουσιν [[ὅπως]] ἱππεύσῃ ὁ [[ἀναβάτης]], Πλούτ. 2. 139Β· ἐπὶ τῆς λυκαίνης ἥτις ἐγονάτισεν [[ὅπως]] θηλάσῃ τὰ δίδυμα βρέφη Ρωμύλον καὶ Ρῶμον, [[αὐτόθι]] 320D· - μετ’ αἰτ., ἐπὶ ἵππου, ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῖς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]] Ξεν. Ἱππ. 11, 3, Αἰλ. π. Ζ. 7. 4· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐφορ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. desidere, [[καταπίπτω]], χαλαροῦμαι, [[κοπάζω]], πραΰνομαι, Μουσαῖ. 325, Ἀνθ. Π. 5. 251· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, τῆς φορᾶς Ἡλιόδ. 5. 23· ὤκλαζεν αὐτοῖς ὁ θυμὸς ὁ αὐτ. 5. 7. ΙΙ. μεταβ., [[περιορίζω]], ἐλαττώνω, ὀκλάσας τὸν πόθον ὁ αὐτ. 1. 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ὀκλάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη, [[κάθομαι]] σε μαζεμένη [[στάση]] με λυγισμένα τα γόνατα και με το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώο, όπως [[άλογο]] ή [[βόδι]]) [[πέφτω]] στα γόνατα και [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματός μου σε αυτά, [[γονατίζω]] («οἱ | |mltxt=(Α [[ὀκλάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη, [[κάθομαι]] σε μαζεμένη [[στάση]] με λυγισμένα τα γόνατα και με το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώο, όπως [[άλογο]] ή [[βόδι]]) [[πέφτω]] στα γόνατα και [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματός μου σε αυτά, [[γονατίζω]] («οἱ τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι, αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπτειν διδάσκουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ταξιδιώτη) [[εξασθενώ]] από την [[κούραση]], σωριάζομαι<br /><b>2.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῖς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνεμο ή για ψυχικές καταστάσεις) [[χαλαρώνω]], [[ηρεμώ]], καταπραΰνομαι («ὤκλαζε αὐτοῖς ὁ [[θυμός]]», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάσας τὸν πόθον», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[θρόνος]] ὀκλάζων» — ο [[οκλαδίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀκλάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. <i>ὀκλάω</i> (<b>πρβλ.</b> [[δαμάζω]]: [[δαμάω]]), συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) «[[μαζί]]» και β' συνθετικό το ρ. [[κλάω]] «[[σπάζω]]». Ωστόσο, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρωτόθετη λ. της οικογένειας θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[κάποιος]] [[ονοματικός]] τ.: [[ὀκλάς]], -[[άδος]], [[ὀκλαδία]], [[ὀκλαδίας]] (<span style="color: red;"><</span> προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κλαδ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[κλάδος]], [[κλαδί]]), [[οπότε]] το ρ. [[ὀκλάζω]] θα αποτελεί παράγωγο τών τύπων αυτών. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με τους τύπους του <b>Ησύχ.</b> [[κλωκυδά]] και [[ὀκκῦλαι]]<br /><i>τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερνῶν καθῆσθαι</i> προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀκλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. | |lsmtext='''ὀκλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκλασα</i>· [[κάθομαι]] με λυγισμένα [[γόνατα]], [[οκλαδόν]], σε Ξεν.· <i>ἐςγόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν</i>, λέγεται για στρατιώτη που αναμένει [[επίθεση]], σε Λουκ.· λέγεται για καταβεβλημένο οδοιπόρο, σε Σοφ.· με αιτ., χρησιμ. για ζώα, που λυγίζουν τα [[πίσω]] ή τα μπροστινά τους πόδια, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[to prostrate]], [[to crouch on ones heels]], [[to squat]], metaph. [[to sink]], [[to abate]], trans. [[to abate]] (N 281, Hld.).<br />Other forms: aor. [[ὀκλάσαι]] (S.).<br />Compounds: Also w. prefix, e.g. <b class="b3">μετ-</b>, <b class="b3">ὑπ-</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">ὄκλα-σις</b> f. [[crouching]] (Hp., Luc.), <b class="b3">-σμα</b> n. name of a Persian dance (Ar. Fr. 344 b); also <b class="b3">ὀκλα-δίας</b> m. [[camp stool]] (Att. inscr., Ar.), <b class="b3">-δία</b> = [[ὄκλασις]] (Suid.; cf. Scheller Oxytonierung 40), <b class="b3">-δόν</b> (A. R., Nonn.), <b class="b3">-δις</b> (Hdn. Gr.), <b class="b3">-διστί</b> (Babr.) adv. [[crouchingly]], [[squattingly]], [[prostratingly]]; [[ὀκλάξ]] adv. <b class="b2">id.</b> (Hp., Pherecr.; after [[γνύξ]], [[πύξ]] etc.); [[Ὄκλασος]] m. PN (sch.; like [[Δάμασος]] a.o., s. Chantraine Form. 435).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: As basis of [[ὀκλάζω]] can not only a noun (<b class="b3">*ὄκλος</b>, <b class="b3">*ὀκλή</b>, <b class="b3">*ὀκλάς</b>?), but also a verb <b class="b3">*ὀκλάω</b> ([[δαμάω]] : [[δαμάζω]]) have served (cf. Schwyzer 734). Therefore prop. with Prellwitz s. v. <b class="b3">*ὀ-κλάω</b>, <b class="b3">-άζω</b> like NHG [[zusammen-brechen]], also of the knees (<b class="b3">ὀκλα-δ-ίας</b> etc. like <b class="b3">κλά-δ-ος</b>, <b class="b3">κλα-δ-αρός</b>)? -- After Frisk IF 49, 99 f. to [[κῶλον]], [[σκέλος]]; morpholog. unconvincing. -- Note the H.-glosses <b class="b3">κλωκυδά τὸ καθῆσθαι ἐπ</b>' <b class="b3">ἀμφοτέροις ποσίν</b>, <b class="b3">ὀκκῦλαι τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερ</b><[[ν]]><b class="b3">ῶν καθίζεσθαι</b>. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀκλάζω]],<br />to [[crouch]] [[down]] on one's hams, to [[squat]], Xen.: ἐς [[γόνυ]] ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν, of a [[soldier]] [[waiting]] an [[attack]], Luc.; of a [[weary]] [[traveller]], Soph.:—c. acc., ὀκλ. τὰ ὀπίσθια, τοὺς προσθίους to [[bend]] [[their]] [[hind]] or [[fore]] legs, Xen. | |mdlsjtxt=[[ὀκλάζω]],<br />to [[crouch]] [[down]] on one's hams, to [[squat]], Xen.: ἐς [[γόνυ]] ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν, of a [[soldier]] [[waiting]] an [[attack]], Luc.; of a [[weary]] [[traveller]], Soph.:—c. acc., ὀκλ. τὰ ὀπίσθια, τοὺς προσθίους to [[bend]] [[their]] [[hind]] or [[fore]] legs, Xen. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ὀκλάζω''': (seit Ν 281 [μετ- ~]),<br />{oklázō}<br />'''Forms''': Aor. ὀκλάσαι (S. u.a.),<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[in die Knie sinken]], [[auf die Fersen niederhocken]], [[sich niederkauern]], übertr. [[sinken]], [[nachlassen]], trans. [[stillen]] (Hld.).<br />'''Composita''' : auch m. Prafix, z.B. μετ-, ὑπ-,<br />'''Derivative''': Davon [[ὄκλασις]] f. [[das Niederhocken]] (Hp., Luk.), -σμα n. N. eines persischen Tanzes (Ar. ''Fr''. 344 b); auch [[ὀκλαδίας]] m. [[Feldstuhl]] (att. Inschr., Ar. u.a.), -δία = [[ὄκλασις]] (Suid.; vgl. Scheller Oxytonierung 40), -δόν (A. R., Nonn.), -δις (Hdn. Gr.), -διστί (Babr.) Adv. [[auf den Fersen sitzend]], [[kauernd]], [[hockend]]; [[ὀκλάξ]] Adv. ib. (Hp., Pherekr. u.a.; nach [[γνύξ]], [[πύξ]] usw.); Ὄκλασος m. PN (Sch.; wie Δάμασος u.a., s. Chantraine Form. 435).<br />'''Etymology''' : Als Grundwort von [[ὀκλάζω]] kann nicht nur ein Nomen (*ὄκλος, *ὀκλή, *[[ὀκλάς]]?), sondern auch ein Verb *ὀκλάω ([[δαμάω]] : [[δαμάζω]]) gedient haben (vgl. Schwyzer 734). Somit eig. mit Prellwitz s. v. *ὀκλάω, -άζω wie nhd. ''zusammen''-''brechen'', auch von den Knien (ὀκλαδ-ίας usw. wie κλάδ-ος, κλαδ-αρός)? — Nach Frisk IF 49, 99 f. zu [[κῶλον]], [[σκέλος]]; morphologisch unbefriedigend. — Zu bemerken die H.-glossen [[κλωκυδά]]· τὸ καθῆσθαι ἐπ’ ἀμφοτέροις ποσίν, [[ὀκκῦλαι]]· τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερ<ν>ῶν καθίζεσθαι.<br />'''Page''' 2,373 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[γονατίζω]]). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[κλάω]] -ῶ (=[[σπάνω]]) καί μέ τά [[ἄγκος]] -[[ἀγκύλη]] μέ προθεματικό ο. Θέμα οκλαδ+jω → [[ὀκλάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀκλαδίας]] (=[[κάθισμα]] πού κλείνει καί ανοίγει), [[ὀκλαδιστί]] [[ὀκλαδόν]] [[ὀκλάξ]] (=[[γονατιστά]]), [[ὄκλασις]], [[ὄκλασμα]]. | |||
}} | }} |