μόσχευμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''"
(8)
 
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=moschevma
|Transliteration C=moschevma
|Beta Code=mo/sxeuma
|Beta Code=mo/sxeuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sucker taken off and planted, offset</b>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>2.2.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>3.11.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>33.4</span>, al. (iii B. C.), <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>4.3</span>, <span class="bibl">Ph.1.398</span>, <b class="b2">PLond.ined</b>. <span class="bibl">2316</span> <span class="title">A.</span></span>
|Definition=-ατος, τό, [[sucker taken off and planted]], [[offset]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''2.2.5, ''CP''3.11.5, ''PCair.Zen.''33.4, al. (iii B. C.), [[LXX]] ''Wi.''4.3, Ph.1.398, PLond.ined. 2316 ''A.''
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] τό, abgenommener u. eingepflanzter Wurzelsproßling, Ableger, Theophr. u. Sp., auch übertr. von Menschen, Nonn.
}}
{{ls
|lstext='''μόσχευμα''': τό, παραφυὰς ἣν λαβών τις φυτεύει ἀλλαχοῦ, Λατ. stolo, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 11, 5, Ἑβδ. (Σοφ. Δ΄, 3), Φίλων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοσχεύματα. τὰ νεόφυτα».
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μόσχευμα]]) [[μοσχεύω]] (Ι)]<br />ο [[βλαστός]] που αποκόπτεται από το μητρικό [[φυτό]] και τοποθετείται σε κατάλληλο [[περιβάλλον]], όπου σχηματίζει ρίζες και αναπτύσσεται σε πλήρες [[φυτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-γεωπ.) [[τμήμα]] ιστού ή [[ολόκληρο]] όργανο ενός οργανισμού ζώου ή φυτού, που αφαιρείται από τη [[φυσική]] του [[θέση]] και μεταφέρεται σε [[άλλο]] [[σημείο]] του σώματος του ίδιου ή άλλου ατόμου, [[κατά]] τρόπο που να εξασφαλίζει τη [[συνέχιση]] της ζωής του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μόσχευμα]] μυελού»<br /><b>(αιματολ.)</b> ενδοφλέβια [[ένεση]] αιμοποιητικού μυελού τών οστών που χρησιμοποιείται [[κατά]] το πρώτο [[χρονικό]] [[διάστημα]] της αγωγής τών απλαστικών αναιμιών και τών ακτινοβολήσεων<br />β) «[[απόρριψη]] μοσχεύματος»<br /><b>ιατρ.</b> ανοσολογική [[αντίδραση]] του οργανισμού του ξενιστή, ο [[οποίος]] δεν δέχεται το [[μόσχευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μοσχεύματα</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ νεόφυτα».
}}
}}