σύζευξις: Difference between revisions

4,045 bytes added ,  Saturday at 07:33
m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syzefksis
|Transliteration C=syzefksis
|Beta Code=su/zeucis
|Beta Code=su/zeucis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a being yoked together]], esp. of [[wedded union]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>930b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1253b10</span>, <span class="bibl">1335a10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, [[close union]], [[combination]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>14</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>508a</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>73</span>; <b class="b3">ὁ τῆς σ. τῆς τούτων ἀριθμός</b> the number of their [[combinations]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1290b32</span>; <b class="b3">τοσαῦτ' εἴδη . . ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων</b> ib.<span class="bibl">36</span>; <b class="b3">αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων σ</b>. the [[confinement]] of the joints in swaddling clothes, <span class="bibl">Sor.1.84</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> <b class="b3">κατὰ σύζευξιν</b>, of an army marching [[in parallel columns]], Ascl.Tact.<span class="bibl">11.2</span>.</span>
|Definition=συζεύξεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[a being yoked together]], especially of [[wedded union]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''930b, Arist.''Pol.''1253b10, 1335a10.<br><span class="bld">2</span> of things, [[close union]], [[combination]], Hp.''Art.''14, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 508a, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''73; <b class="b3">ὁ τῆς συζεύξεως τῆς τούτων ἀριθμός</b> the number of their [[combination]]s, Arist.''Pol.''1290b32; <b class="b3">τοσαῦτ' εἴδη.. ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων</b> ib.36; <b class="b3">αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων σ.</b> the [[confinement]] of the joints in swaddling clothes, Sor.1.84.<br><span class="bld">b</span> [[κατὰ σύζευξιν]], of an army marching [[in parallel columns]], Ascl.Tact.11.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] ἡ, Zusammenjochung, Verbindung, bes. durch die Ehe, Plat. Rep. VI, 508 a Legg. XI, 930 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] ἡ, [[Zusammenjochung]], [[Verbindung]], bes. durch die Ehe, Plat. Rep. VI, 508 a Legg. XI, 930 b.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σύζευξις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[ὁμοῦ]] συνεζευγμένος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς διὰ γάμου ἑνώσεως, Πλάτ. Νόμ. 930Β, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 3, 2., 7. 16. 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, στενὴ [[ἕνωσις]], [[συναφή]], [[συνένωσις]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, Πλάτ. Πολ. 508Α· ὁ τῆς συζ. τῆς τούτων ἀριθμός, ὁ [[ἀριθμὸς]] τῶν συζυγιῶν ἢ συνδυασμῶν αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8· τοσαῦτ’ εἴδη... ὅσαιπερ αἱ συζ. τῶν μορίων [[αὐτόθι]] πρβλ. [[διάμετρος]], [[συνδυασμός]].
|btext=εως (ἡ) :<br />état d'animaux attelés au même joug ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[union par mariage]];<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de ch.</i> [[union étroite]], [[combinaison]].<br />'''Étymologie:''' [[συζεύγνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] [[verbintenis]] (in een huwelijk). [[verbinding]], [[vereniging]], [[koppeling]].
}}
{{elru
|elrutext='''σύζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сопряженность]], [[сочетание]], [[связь]], Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[супружество]], [[брак]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">3</b> мат. [[отношение]] (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=εως () :<br />état d’animaux attelés au même joug ; <i>d’où</i><br /><b>1</b> union par mariage;<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de ch.</i> union étroite, combinaison.<br />'''Étymologie:''' [[συζεύγνυμι]].
|mltxt=η / [[σύζευξις]], -εύξεως, ΝΑ [[συζεύγνυμι]] / [[συζευγνύω]]]<br /><b>1.</b> [[ένωση]] με γάμο, [[γάμος]], [[παντρειά]], [[πάντρεμα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) στενή [[σύνδεση]], [[συνένωση]], [[συναρμογή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[συνάντηση]] και σεξουαλική [[επαφή]] [[μεταξύ]] δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να γονιμοποιηθούν τα αβγά [[προτού]] ή [[αφού]] αυτά εναποτεθούν<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] εγγενούς αναπαραγωγής που απαντά σε ορισμένους μύκητες ή σε διάφορα [[βακτήρια]] και αποτελεί τον χαρακτηριστικό τύπο εγγενούς αναπαραγωγής τών χλωροφύτων της κλάσης ζυγνημαφύκη<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύνδεση]] ηλεκτρικών συσκευών ή κυκλωμάτων με σκοπό τον συνδυασμό τών ιδιοτήτων ή τών δράσεων τους<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρον.)</b> [[αλληλεπίδραση]] δύο ηλεκτρονικών κυκλωμάτων η οποία επιτρέπει τη [[μεταφορά]] ηλεκτρικής ενέργειας από το ένα [[προς]] το [[άλλο]]<br /><b>5.</b> <b>(μικρβλ.)</b> φυλετική [[διαδικασία]] [[κατά]] την οποία γίνεται [[μεταφορά]] γενετικού υλικού ενός μικροοργανισμού με άμεση, προσωρινή [[επαφή]] [[μεταξύ]] του αρσενικού δότη και του θηλυκού δέκτη, [[ακόμη]] και [[μεταξύ]] διαφορετικών ειδών<br /><b>6.</b> <b>μουσ.</b> μουσικό [[σημείο]] που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας με τέτοιο τρόπο ώστε η [[διάρκεια]] τους να [[είναι]] όση και τών δύο [[μαζί]], [[χωρίς]] όμως να εκφωνείται το δεύτερο<br /><b>7.</b> <b>φυσ.</b> [[αλληλεπίδραση]] [[ανάμεσα]] σε διαφορετικές δυνάμεις ή, γενικότερα, διαφορετικές ιδιότητες του ίδιου φυσικού συστήματος ή και διαφορετικών συστημάτων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ισχυρή [[σύζευξη]] σπιντροχιάς»<br /><b>φυσ.</b> η ειδικής μορφής [[αλληλεξάρτηση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] τών συστατικών ενός ατόμου ή ενός ατομικού [[πυρήνα]] και προσδιορίζει τη συνολική [[στροφορμή]] του<br />β) «[[σύζευξη]] διαρκείας»<br /><b>μουσ.</b> [[σύζευξη]] που συνδέει δύο ή περισσότερα σχήματα φθογγοσήμων τών οποίων συνολική [[αξία]] αντιστοιχεί στην επιθυμητή [[διάρκεια]] του συμβολιζόμενου ήχου<br />γ) «[[σύζευξη]] προσωδίας»<br /><b>μουσ.</b> όρος αναφερόμενος στη διαδοχική απαλή [[εκτέλεση]], [[χωρίς]] διαχωρισμό τών φθόγγων [[μεταξύ]] τους<br />δ) «χημική [[σύζευξη]]»<br /><b>χημ.</b> [[συνένωση]] ατόμων ή μορίων σε μεγαλύτερες μονάδες μέσω δυνάμεων ασθενέστερων από τις δυνάμεις οι οποίες αντιστοιχούν στους συνήθεις χημικούς δεσμούς<br />ε) «[[σύζευξη]] πρότασης»<br /><b>μαθ.</b> σύνθετη [[πρόταση]] της μαθηματικής λογικής που εκφράζει τη [[συνεκδοχή]] δύο απλών λογικών προτάσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κατά]] σύζευξιν»<br />(για στρατό) [[πορεία]] σε παράλληλους ζυγούς <b>(Ασκληπιόδ.)</b>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύζευξις:''' -εως, ἡ, [[σύζευξη]], το να είναι ζεμένος [[κάποιος]] στον ίδιο [[ζυγό]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], [[ζευγάρωμα]], [[συνένωση]], [[σύζευξη]], [[ιδίως]] λέγεται για τα [[δεσμά]] του γάμου, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, [[στενή]] [[σύνδεση]], [[συνδυασμός]], [[συζυγία]], στον ίδ.
|lsmtext='''σύζευξις:''' -εως, ἡ, [[σύζευξη]], το να είναι ζεμένος [[κάποιος]] στον ίδιο [[ζυγό]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], [[ζευγάρωμα]], [[συνένωση]], [[σύζευξη]], [[ιδίως]] λέγεται για τα [[δεσμά]] του γάμου, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, [[στενή]] [[σύνδεση]], [[συνδυασμός]], [[συζυγία]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> сопряженность, сочетание, связь Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> супружество, брак Plat., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> мат. отношение (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.).
|lstext='''σύζευξις''': -εως, , τὸ νὰ εἶναί τις [[ὁμοῦ]] συνεζευγμένος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς διὰ γάμου ἑνώσεως, Πλάτ. Νόμ. 930Β, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 3, 2., 7. 16. 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, στενὴ [[ἕνωσις]], [[συναφή]], [[συνένωσις]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, Πλάτ. Πολ. 508Α· ὁ τῆς συζ. τῆς τούτων ἀριθμός, ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] τῶν συζυγιῶν ἢ συνδυασμῶν αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8· τοσαῦτ’ εἴδη... ὅσαιπερ αἱ συζ. τῶν μορίων [[αὐτόθι]] πρβλ. [[διάμετρος]], [[συνδυασμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύζευξις -εως, [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύζευξις]], εως, [from συζεύγνῡμι]<br />a [[being]] [[yoked]] [[together]], esp. of wedded [[union]], Plat.:—of things, [[close]] [[union]], [[combination]], Plat.
|mdlsjtxt=[[σύζευξις]], εως, [from συζεύγνῡμι]<br />a [[being]] [[yoked]] [[together]], especially of wedded [[union]], Plat.:—of things, [[close]] [[union]], [[combination]], Plat.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[joining together]]
|woodrun=[[joining together]]
}}
}}