σύζευξις
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
English (LSJ)
συζεύξεως, ἡ,
A a being yoked together, especially of wedded union, Pl.Lg.930b, Arist.Pol.1253b10, 1335a10.
2 of things, close union, combination, Hp.Art.14, Pl.R. 508a, Thphr. Sens.73; ὁ τῆς συζεύξεως τῆς τούτων ἀριθμός the number of their combinations, Arist.Pol.1290b32; τοσαῦτ' εἴδη.. ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων ib.36; αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων σ. the confinement of the joints in swaddling clothes, Sor.1.84.
b κατὰ σύζευξιν, of an army marching in parallel columns, Ascl.Tact.11.2.
German (Pape)
[Seite 972] ἡ, Zusammenjochung, Verbindung, bes. durch die Ehe, Plat. Rep. VI, 508 a Legg. XI, 930 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
état d'animaux attelés au même joug ; d'où
1 union par mariage;
2 p. ext. en parl. de ch. union étroite, combinaison.
Étymologie: συζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.
Russian (Dvoretsky)
σύζευξις: εως ἡ
1 сопряженность, сочетание, связь, Plat., Arst.;
2 супружество, брак Plat., Arst.;
3 мат. отношение (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.).
Greek Monolingual
η / σύζευξις, -εύξεως, ΝΑ συζεύγνυμι / συζευγνύω]
1. ένωση με γάμο, γάμος, παντρειά, πάντρεμα
2. (για πράγμ.) στενή σύνδεση, συνένωση, συναρμογή
νεοελλ.
1. βιολ. συνάντηση και σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να γονιμοποιηθούν τα αβγά προτού ή αφού αυτά εναποτεθούν
2. βοτ. τύπος εγγενούς αναπαραγωγής που απαντά σε ορισμένους μύκητες ή σε διάφορα βακτήρια και αποτελεί τον χαρακτηριστικό τύπο εγγενούς αναπαραγωγής τών χλωροφύτων της κλάσης ζυγνημαφύκη
3. (ηλεκτρολ.) σύνδεση ηλεκτρικών συσκευών ή κυκλωμάτων με σκοπό τον συνδυασμό τών ιδιοτήτων ή τών δράσεων τους
4. (ηλεκτρον.) αλληλεπίδραση δύο ηλεκτρονικών κυκλωμάτων η οποία επιτρέπει τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας από το ένα προς το άλλο
5. (μικρβλ.) φυλετική διαδικασία κατά την οποία γίνεται μεταφορά γενετικού υλικού ενός μικροοργανισμού με άμεση, προσωρινή επαφή μεταξύ του αρσενικού δότη και του θηλυκού δέκτη, ακόμη και μεταξύ διαφορετικών ειδών
6. μουσ. μουσικό σημείο που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας με τέτοιο τρόπο ώστε η διάρκεια τους να είναι όση και τών δύο μαζί, χωρίς όμως να εκφωνείται το δεύτερο
7. φυσ. αλληλεπίδραση ανάμεσα σε διαφορετικές δυνάμεις ή, γενικότερα, διαφορετικές ιδιότητες του ίδιου φυσικού συστήματος ή και διαφορετικών συστημάτων
8. φρ. α) «ισχυρή σύζευξη σπιντροχιάς»
φυσ. η ειδικής μορφής αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ τών συστατικών ενός ατόμου ή ενός ατομικού πυρήνα και προσδιορίζει τη συνολική στροφορμή του
β) «σύζευξη διαρκείας»
μουσ. σύζευξη που συνδέει δύο ή περισσότερα σχήματα φθογγοσήμων τών οποίων συνολική αξία αντιστοιχεί στην επιθυμητή διάρκεια του συμβολιζόμενου ήχου
γ) «σύζευξη προσωδίας»
μουσ. όρος αναφερόμενος στη διαδοχική απαλή εκτέλεση, χωρίς διαχωρισμό τών φθόγγων μεταξύ τους
δ) «χημική σύζευξη»
χημ. συνένωση ατόμων ή μορίων σε μεγαλύτερες μονάδες μέσω δυνάμεων ασθενέστερων από τις δυνάμεις οι οποίες αντιστοιχούν στους συνήθεις χημικούς δεσμούς
ε) «σύζευξη πρότασης»
μαθ. σύνθετη πρόταση της μαθηματικής λογικής που εκφράζει τη συνεκδοχή δύο απλών λογικών προτάσεων
αρχ.
φρ. «κατά σύζευξιν»
(για στρατό) πορεία σε παράλληλους ζυγούς (Ασκληπιόδ.).
Greek Monotonic
σύζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη, το να είναι ζεμένος κάποιος στον ίδιο ζυγό μαζί με κάποιον άλλο, ζευγάρωμα, συνένωση, σύζευξη, ιδίως λέγεται για τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, στενή σύνδεση, συνδυασμός, συζυγία, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σύζευξις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ὁμοῦ συνεζευγμένος, μάλιστα ἐπὶ τῆς διὰ γάμου ἑνώσεως, Πλάτ. Νόμ. 930Β, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 3, 2., 7. 16. 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, στενὴ ἕνωσις, συναφή, συνένωσις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, Πλάτ. Πολ. 508Α· ὁ τῆς συζ. τῆς τούτων ἀριθμός, ὁ ἀριθμὸς τῶν συζυγιῶν ἢ συνδυασμῶν αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8· τοσαῦτ’ εἴδη... ὅσαιπερ αἱ συζ. τῶν μορίων αὐτόθι πρβλ. διάμετρος, συνδυασμός.
Middle Liddell
σύζευξις, εως, [from συζεύγνῡμι]
a being yoked together, especially of wedded union, Plat.:—of things, close union, combination, Plat.