3,277,700
edits
mNo edit summary |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aspetos | |Transliteration C=aspetos | ||
|Beta Code=a)/spetos | |Beta Code=a)/spetos | ||
|Definition= | |Definition=ἄσπετον, Ep. Adj. [[unspeakable]], [[unutterable]]; mostly in sense of [[unspeakably great]], <b class="b3">ἄ. αἰθήρ, ῥόος Ὠκεανοῖο, ὕλη, ὕδωρ</b>, Il.8.558, 18.403, 23.127, Od.5.101; ἀλκή Il.16.157; less freq. of number, [[countless]], ἄσπετα πολλά Od.4.75; κρέα ἄσπετα 9.162; <b class="b3">τρεῖτ' ἄσπετον</b> ye [[tremble]] [[unspeakably]], Il.17.332, cf. Q.S.11.127; <b class="b3">φωνὴ ῥεῖ ἄσπετος</b> [[flow]]s on [[unceasingly]], h. Ven.237; <b class="b3">ἄσπετος αἰών</b> [[endless]] [[time]], Emp.16.—Chiefly Epic, but found in Lyric, ἄσπετοι μέριμναι B.18.34, and rarely in Trag., θαῦμα S.''Tr.''961 (lyr.); χάλαζα E.''Tr.''78; δρυὸς ἄ. ἔρνος ''Cyc.'' 615 (lyr.); later Prose, <b class="b3">λείας ἄ. πλῆθος</b> [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἄπλετον]], Plb.3.92.8. ([[ἀ-]] priv. + root sequ̯, cf. [[ἔννεπε]], [[ἔσπετε]] (Εν-σπετε), Lat. [[insece]].) A lengthened form ἀάσπετος is used by Q.S.3.673, 7.193, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />qu'on ne peut exprimer par la parole, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[immense]], [[infini]] ; <i>adv.</i> • ἄσπετον extrêmement, fortement;<br /><b>2</b> [[innombrable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], R. Σεπ dire, cf. ἔννεπε. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄσπετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άρρητος]], ο [[ανέκφραστος]]<br /><b>2.</b> (για αριθμούς) ο [[αναρίθμητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) υπέρμετρα, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ά</i>-<i>σπ</i>-<i>ετος</i> (του οποίου η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] «[[άρρητος]]») <span style="color: red;"><</span> α<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> ([[ρίζα]]) <i>sek</i><sup>w</sup>-, αποτελεί ρηματικό επίθ. του [[εννέπω]] «[[λέγω]], [[μιλώ]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ενσέπω</i><br />[[πρβλ]]. <i>ενι</i>-<i>σπ</i>-<i>είν</i>). Πρόκειται για επίθ. της επικής [[κυρίως]] ποιήσεως ([[Όμηρος]]). Απαντά [[κυρίως]] με τη [[σημασία]] «αρρήτως, απερίγραπτα [[μεγάλος]]» για να χαρακτηρίσει τον αιθέρα, τον ωκεανό, το [[νερό]], το [[δάσος]], την [[αλκή]] κ.ά. Λιγότερο [[συχνά]] χρησιμοποιείται με τη [[σημασία]] «[[αναρίθμητος]]» για να δηλώσει αριθμό. Η λ. μαρτυρείται [[επίσης]] σπανιότερα στον Εμπεδοκλή, στους λυρικούς (Βακχυλίδη), στους τραγικούς (Σοφοκλή, Ευριπίδη) και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]] (Πολύβιο). Αξιοσημείωτο [[είναι]] [[τέλος]] ότι ο [[επικός]] Κόιντος ο [[Σμυρναίος]] χρησιμοποιεί τον παρεκτεταμένο τ. <i>αάσπετος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἄσπετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άρρητος]], ο [[ανέκφραστος]]<br /><b>2.</b> (για αριθμούς) ο [[αναρίθμητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) υπέρμετρα, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ά</i>-<i>σπ</i>-<i>ετος</i> (του οποίου η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] «[[άρρητος]]») <span style="color: red;"><</span> α<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> ([[ρίζα]]) <i>sek</i><sup>w</sup>-, αποτελεί ρηματικό επίθ. του [[εννέπω]] «[[λέγω]], [[μιλώ]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ενσέπω</i><br />[[πρβλ]]. <i>ενι</i>-<i>σπ</i>-<i>είν</i>). Πρόκειται για επίθ. της επικής [[κυρίως]] ποιήσεως ([[Όμηρος]]). Απαντά [[κυρίως]] με τη [[σημασία]] «αρρήτως, απερίγραπτα [[μεγάλος]]» για να χαρακτηρίσει τον αιθέρα, τον ωκεανό, το [[νερό]], το [[δάσος]], την [[αλκή]] κ.ά. Λιγότερο [[συχνά]] χρησιμοποιείται με τη [[σημασία]] «[[αναρίθμητος]]» για να δηλώσει αριθμό. Η λ. μαρτυρείται [[επίσης]] σπανιότερα στον Εμπεδοκλή, στους λυρικούς (Βακχυλίδη), στους τραγικούς (Σοφοκλή, Ευριπίδη) και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]] (Πολύβιο). Αξιοσημείωτο [[είναι]] [[τέλος]] ότι ο [[επικός]] Κόιντος ο [[Σμυρναίος]] χρησιμοποιεί τον παρεκτεταμένο τ. <i>αάσπετος</i> ([[πρβλ]]. [[αάσχετοςάσχετος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====ineffable=== | |trtx====[[ineffable]]=== | ||
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: [[onuitsprekelijk]], [[onzeggelijk]], [[onnoembaar]]; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[ineffable]], [[innommable]]; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: [[unaussprechlich]]; Greek: [[ἄφατος]], [[ἄφραστος]], [[οὐ φατός]], [[ἀνωνόμαστος]], [[ἀμύθητος]], [[ἄρρητος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἄγρυκτος]], [[ἀναύδητος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[δύσφατος]], [[ἄσπετος]], [[ἀφώνητος]], [[ἀναυδής]], [[ἄεπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀθέσφατος]], [[ἀπειρέσιος]], [[ἄλαλος]], [[ἀνεκφώνητος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἀπόφημος]], [[ἄναυδος]], [[ἀλάλητος | Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: [[onuitsprekelijk]], [[onzeggelijk]], [[onnoembaar]]; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[ineffable]], [[innommable]]; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: [[unaussprechlich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], [[άρρητος]], [[άφατος]], [[που δεν λέγεται]], [[που δεν τον πιάνω στο στόμα μου]]; Ancient Greek: [[ἄφατος]], [[ἄφραστος]], [[οὐ φατός]], [[ἀνωνόμαστος]], [[ἀμύθητος]], [[ἄρρητος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἄγρυκτος]], [[ἀναύδητος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[δύσφατος]], [[ἄσπετος]], [[ἀφώνητος]], [[ἀναυδής]], [[ἄεπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀθέσφατος]], [[ἀπειρέσιος]], [[ἄλαλος]], [[ἀνεκφώνητος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἀπόφημος]], [[ἄναυδος]], [[ἀλάλητος]]; Latin: [[ineffabilis]]; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: [[inefável]], [[indescritível]]; Romanian: inefabil; Russian: [[невыразимый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Spanish: [[inefable]]; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol | ||
===[[unspeakable]]=== | |||
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[indicible]]; German: [[unsäglich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[ακατανόμαστος]], [[απερίγραπτος]], [[άφατος]]; Ancient Greek: [[ἀάσπετος]], [[ἀλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[ἀμύθευτος]], [[ἀμύθητος]], [[ἀναύδητος]], [[ἄναυδος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀπόφθεγκτος]], [[ἀπρεπής]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄρρητος]], [[ἄσπετος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἄφραστος]], [[ἀφώνητος]], [[ἄφωνος]], [[θεσπέσιος]], [[οὔ τι φατειός]], [[οὐ φατός]], [[ὑπέρφατος]], [[ὑπερφυής]]; Italian: [[indicibile]]; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: [[непередаваемый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Telugu: చెప్పరాని | |||
===[[indescribable]]=== | |||
Armenian: աննկարագրելի; Belarusian: неапісальны, невыказны; Bulgarian: неописуем; Catalan: indescriptible; Chinese Mandarin: [[無法形容]], [[无法形容]], [[不可名狀]], [[不可名状]]; Czech: nepopsatelný; Dutch: [[onbeschrijfelijk]]; Esperanto: nepriskribebla; Finnish: sanoin kuvaamaton, kuvaamaton; French: [[indescriptible]]; Galician: indescritíbel; German: [[unbeschreiblich]]; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐍉𐌸𐍃; Greek: [[ανεκδιήγητος]], [[απερίγραπτος]], [[αχαρακτήριστος]], [[αδιήγητος]]; Ancient Greek: [[ἀάσπετος]], [[ἀδιεξήγητος]], [[ἀδιήγητος]], [[ἀθέσφατος]], [[ἄλαλος]], [[ἄλεκτος]], [[ἀμύθητος]], [[ἀνεκδιήγητος]], [[ἀνέκλεκτος]], [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀνωνόμαστος]], [[ἀπερίγραπτος]], [[ἄσπετος]], [[ἀσχημάτιστος]], [[ἄφατος]], [[δυσδιήγητος]]; Japanese: 言い表わせない; Latin: [[inenarrabilis]]; Manx: neufocklagh; Norwegian Bokmål: ubeskrivelig; Nynorsk: ubeskriveleg; Polish: nieopisany; Portuguese: [[indescritível]]; Romanian: indescriptibil, inexprimabil, de nedescris; Russian: [[неописуемый]], [[несказанный]], [[невыразимый]]; Spanish: [[indescriptible]]; Swedish: obeskrivlig; Turkish: tarifsiz, tarif edilemez; Ukrainian: неописаний, невимовний, несказанний | |||
}} | }} |