ἄσπετος

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπετος Medium diacritics: ἄσπετος Low diacritics: άσπετος Capitals: ΑΣΠΕΤΟΣ
Transliteration A: áspetos Transliteration B: aspetos Transliteration C: aspetos Beta Code: a)/spetos

English (LSJ)

ἄσπετον, Ep. Adj. unspeakable, unutterable; mostly in sense of unspeakably great, ἄ. αἰθήρ, ῥόος Ὠκεανοῖο, ὕλη, ὕδωρ, Il.8.558, 18.403, 23.127, Od.5.101; ἀλκή Il.16.157; less freq. of number, countless, ἄσπετα πολλά Od.4.75; κρέα ἄσπετα 9.162; τρεῖτ' ἄσπετον ye tremble unspeakably, Il.17.332, cf. Q.S.11.127; φωνὴ ῥεῖ ἄσπετος flows on unceasingly, h. Ven.237; ἄσπετος αἰών endless time, Emp.16.—Chiefly Epic, but found in Lyric, ἄσπετοι μέριμναι B.18.34, and rarely in Trag., θαῦμα S.Tr.961 (lyr.); χάλαζα E.Tr.78; δρυὸς ἄ. ἔρνος Cyc. 615 (lyr.); later Prose, λείας ἄ. πλῆθος f.l. for ἄπλετον, Plb.3.92.8. (ἀ- priv. + root sequ̯, cf. ἔννεπε, ἔσπετε (Εν-σπετε), Lat. insece.) A lengthened form ἀάσπετος is used by Q.S.3.673, 7.193, al.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀάσπετος Q.S.3.673, 7.193
1 ref. a la extensión y magnitud indecible, inmenso de elementos primarios αἰθήρ Il.8.558, 16.300, οὖδας Il.19.61, 24.738, Od.22.269, ῥόος Ὠκεανοῖο Il.18.403, ἁλμυρὸν ὕδωρ Od.5.101, ὄμβρος Il.13.139, ὄμβρος καὶ χάλαζα E.Tr.78, ὕλη Il.2.455, 23.127, 24.784, βυθὸς ἄ. ἅλμης Call.Fr.378.2
de abstr. ἀλκή Il.16.157, cf. Opp.C.3.319, ζωή Od.14.96, ὦνος Od.14.297, ὄλβος Hes.Op.379, αἰών Emp.B 16, κῦδος Il.3.373, 18.165, θαῦμα S.Tr.961
del combate, etc., κυδοιμός Il.18.218, κλαγγή Od.14.412, ἰωχμός Hes.Th.683
de un objeto concreto inmenso, tremendo δρυὸς ἄσπετον ἔρνος E.Cyc.615, en cont. precisos νέκυάς τε καὶ ἄσπετον ἔσιδεν αἷμα contempló los cadáveres y un mar de sangre, Od.22.407, φωνὴ ῥεῖ ἄ. fluye incesante la voz, h.Ven.237.
2 ref. al número incontable, innumerable, infinito gener. de pers., anim. y cuantificables, frec. en plu. δῶρα Od.13.135, 20.342, Q.S.7.193, κρέα Od.9.162, 557, 12.30, Telegon.1, δοῦρα Q.S.3.673, φάσγανα Nonn.D.28.180, cf. Nonn.D.36.373
ἄ. κύκλα ... ἐνιαυτῶν Nonn.D.32.215, de anim. Il.11.245, μῆλα A.R.2.143, χῆναι Oenom.5, θνητῶν, ὅσσα γε δῆλα γεγάκασιν ἄσπετα Emp.B 23.10, c. colectivos καρπὸς A.R.1.1142, δυσμενέων στρατός Nonn.D.39.301, χορός Nonn.D.40.239, Par.Eu.Io.10.41.
3 neutr. c. valor adverb. de manera indecible, tremendamente τρεῖτ' ἄσπετον Il.17.332, κανάχησε δὲ τεύχη ἄσπετον Q.S.11.127, ἄσπετα πολλά riquezas sin cuento, Il.11.704, Od.4.75.
• Etimología: Comp. de *sek- ‘decir’ y ἀ- priv.

German (Pape)

[Seite 373] (vgl. ἔσπετε, ἐνισπεῖν), unaussprechlich, unsäglich, von unermeßlicher Menge, Größe, Hom. oft, z. B. αἰθήρ Il. 8, 558; οὖδας 19, 61; ῥόος ὠκεανοῖο 18, 403; ὕλη 23, 127; κῦδος 3, 373; ἀλκή 16, 157; ὅσσα τάδ' ἄσπετα πολλά Od. 4, 75; κρέα 9, 162; τρεῖτε ἄσπετον, d. i. sehr, Il. 17, 332; vgl. H. h. Ven. 237, nach Herm. φωνὴ τρεῖ ἄσπετον. Aehnl. Tragg.: θαῦμα Soph. Tr. 957; χάλαζα Eur. Tr. 78; δρυὸς ἔρνος Cycl. 611. Pol. 3, 92, 8 ἄσπετον πλῆθος, v.l. ἄπλετον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut exprimer par la parole, d'où
1 immense, infini ; adv. • ἄσπετον extrêmement, fortement;
2 innombrable.
Étymologie: , R. Σεπ dire, cf. ἔννεπε.

English (Autenrieth)

(root σεπ, ἔσπετε): unspeakable, inexpressible, with regard to size, numbers, or quality; hence, immense, endless; ὕλη, αἰθήρ, δῶρα, etc.; ἁλμυρὸν ὕδωρ | ἄσπετον, ‘vast as it is,’ Od. 5.101; in ἄσπετον οὖδας the epithet is regularly due to the pathos of the situation, Il. 19.61, Od. 13.395, etc.; κλαγγὴ συῶν, ‘prodigious squealing,’ Od. 14.412; adv., τρεῖτ' ἄσπετον, Il. 17.332.

Greek Monolingual

ἄσπετος, -ον (Α)
1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος
2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά-σπ-ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) sekw-, αποτελεί ρηματικό επίθ. του εννέπω «λέγω, μιλώ» (< ενσέπω
πρβλ. ενι-σπ-είν). Πρόκειται για επίθ. της επικής κυρίως ποιήσεως (Όμηρος). Απαντά κυρίως με τη σημασία «αρρήτως, απερίγραπτα μεγάλος» για να χαρακτηρίσει τον αιθέρα, τον ωκεανό, το νερό, το δάσος, την αλκή κ.ά. Λιγότερο συχνά χρησιμοποιείται με τη σημασία «αναρίθμητος» για να δηλώσει αριθμό. Η λ. μαρτυρείται επίσης σπανιότερα στον Εμπεδοκλή, στους λυρικούς (Βακχυλίδη), στους τραγικούς (Σοφοκλή, Ευριπίδη) και στη μεταγενέστερη πεζογραφία (Πολύβιο). Αξιοσημείωτο είναι τέλος ότι ο επικός Κόιντος ο Σμυρναίος χρησιμοποιεί τον παρεκτεταμένο τ. αάσπετος (πρβλ. αάσχετοςάσχετος)].

Greek Monotonic

ἄσπετος: -ον (εἰπεῖν), ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτα μεγάλος, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., ἀνείπωτα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπετος: εἰπεῖν невыразимый, несказанный, т. е. безмерный, огромный (ῥόος Ὠκεανοῖο, κυδοιμός, ἀλκή, κλέος Hom.; φωνή HH; θαῦμα Soph.; δρυὸς ἔρνος Eur.; πῦρ Plut.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: endless, immense (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [897] *sekʷ- say
Etymology: Litt. unspeakable, ἄ-σπ-ετος, negative verbal adjective to ἐννέπω (< *ἐν-σέπω), ἐνι-σπ-εῖν.

Middle Liddell

εἰπεῖν
unspeakable, unutterable, unspeakably great, Hom.:—neut. as adv. unspeakably, Il.

Frisk Etymology German

ἄσπετος: {áspetos}
Meaning: unendlich, unermeßlich (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Eigentlich unsäglich, ἄσπετος, als negiertes Verbaladjektiv zu ἐννέπω (aus *ἐνσέπω), ἐνισπεῖν (s. d.).
Page 1,168

Mantoulidis Etymological

(=ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος). Ἀπό τό α στερητ. + εἰπεῖν τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

ineffable

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol

unspeakable

Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని

indescribable

Armenian: աննկարագրելի; Belarusian: неапісальны, невыказны; Bulgarian: неописуем; Catalan: indescriptible; Chinese Mandarin: 無法形容, 无法形容, 不可名狀, 不可名状; Czech: nepopsatelný; Dutch: onbeschrijfelijk; Esperanto: nepriskribebla; Finnish: sanoin kuvaamaton, kuvaamaton; French: indescriptible; Galician: indescritíbel; German: unbeschreiblich; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐍉𐌸𐍃; Greek: ανεκδιήγητος, απερίγραπτος, αχαρακτήριστος, αδιήγητος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀδιεξήγητος, ἀδιήγητος, ἀθέσφατος, ἄλαλος, ἄλεκτος, ἀμύθητος, ἀνεκδιήγητος, ἀνέκλεκτος, ἀνεξήγητος, ἀνερμήνευτος, ἀνωνόμαστος, ἀπερίγραπτος, ἄσπετος, ἀσχημάτιστος, ἄφατος, δυσδιήγητος; Japanese: 言い表わせない; Latin: inenarrabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian Bokmål: ubeskrivelig; Nynorsk: ubeskriveleg; Polish: nieopisany; Portuguese: indescritível; Romanian: indescriptibil, inexprimabil, de nedescris; Russian: неописуемый, несказанный, невыразимый; Spanish: indescriptible; Swedish: obeskrivlig; Turkish: tarifsiz, tarif edilemez; Ukrainian: неописаний, невимовний, несказанний