ininterrumpidamente: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
m (esel replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀδιακόπως]], [[ἀδιαλείπτως]], [[ἀειρρόως]], [[ἀκαταλείπτως]], [[ἀκλάστως]], [[ἀμεσολαβήτως]], [[ἀνεκλείπτως]], [[ἀνηρεμήτως]], [[ἀπαραλείπτως]], [[ | |sltx=[[ἀδιακόπως]], [[ἀδιαλείπτως]], [[ἀειρρόως]], [[ἀκαταλείπτως]], [[ἀκλάστως]], [[ἀμεσολαβήτως]], [[ἀνεκλείπτως]], [[ἀνηρεμήτως]], [[ἀπαραλείπτως]], [[διαμπερέως]], [[ἐνδελεχῶς]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 11 November 2024
Spanish > Greek
ἀδιακόπως, ἀδιαλείπτως, ἀειρρόως, ἀκαταλείπτως, ἀκλάστως, ἀμεσολαβήτως, ἀνεκλείπτως, ἀνηρεμήτως, ἀπαραλείπτως, διαμπερέως, ἐνδελεχῶς