ἀνεκλείπτως

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀνεκλείπτως: непрерывно, безостановочно (χορηγεῖν τινι τὰς μισθοφορίας Diod.).

Spanish

indefectiblemente, ininterrumpidamente