φλήναφος: Difference between revisions

m
(12)
 
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flinafos
|Transliteration C=flinafos
|Beta Code=flh/nafos
|Beta Code=flh/nafos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">idle talk, nonsense</b>, ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. <span class="bibl">Men.482.6</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Kol.</span>21</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>35</span>, Amelius ap.<span class="bibl">Porph.<span class="title">Plot.</span>17</span>; τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον <span class="bibl">Lib.<span class="title">Ep.</span>803.4</span>: pl., Phld.<span class="title">Rh.</span>2.267S., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span>7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pisc.</span>25</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">babbler</b>, ὦ φλήναφε <span class="bibl">Men.109</span>, cf. <span class="bibl">Poll.6.119</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[idle talk]], [[nonsense]], ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. Men.482.6, cf. ''Kol.''21, Luc.''Dem.Enc.''35, Amelius ap.Porph.''Plot.''17; τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον Lib.''Ep.''803.4: pl., Phld.''Rh.''2.267S., Luc.''Somn.''7, ''Pisc.''25, etc.<br><span class="bld">II</span> [[babbler]], ὦ φλήναφε Men.109, cf. Poll.6.119.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] ὁ (vgl. [[φλεδών]], [[φλῆνος]], schwerlich zusammengesetzt), 1) unnützes Geschwätz, Schwatzhaftigkeit, Menand., Liban. – 2) als adj. [[φλήναφος]], ον, schwatzhaft, geschwätzig, Men. Deisidaem. frg. 2; vgl. Poll. 6, 119.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[sot bavardage]], [[sottise]], [[niaiserie]].<br />'''Étymologie:''' DELG langue fam., étym. obscure;<br />cf. [[φλάζω]]² ???
}}
{{elru
|elrutext='''φλήνᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[пустомеля]] Men.
}}
{{ls
|lstext='''φλήνᾰφος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ)· ― [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], [[ἀνοησία]], [[μωρολογία]], ἡ [[πρόνοια]] δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, [[μωρολόγος]], ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλυαρία]], [[μωρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φληνάφως]] Α<br />με [[φληναφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το όν. [[φλήναφος]] και το ρ. <i>φληναφῶ</i> [[είναι]] λ. του καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. <i>φλην</i>- / <i>φλᾱν</i>- το οποίο [[πρέπει]] να αναχθεί στη [[ρίζα]] <i>bhel</i>- / <i>bhle</i>-<i>u</i>- τών ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] και έχει πιθ. προέλθει [[είτε]] από μια [[μορφή]] <i>bhl</i><i>ē</i>- της ρίζας [[είτε]] από μια [[μορφή]] <i>bhl</i> - (με μακρό το φωνηεντικό -<i>l</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας) με έρρινο [[ένθημα]] -<i>n</i>-. Ωστόσο, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] [[ούτε]] ο [[τρόπος]] σχηματισμού [[ούτε]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών τ. [[φλήναφος]] και <i>φληναφῶ</i>. Κατά μία [[άποψη]], αρχαιότερο [[είναι]] το ρ. <i>φληναφῶ</i> (από το οποίο προήλθε υποχωρητικά το όν. [[φλήναφος]]), το οποίο αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από τα ρ. [[φληνύω]] και <i>ἁφῶ</i> «[[αγγίζω]], [[ψηλαφώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[ψηλαφώ]], [[μηλαφώ]]). Κατ' [[άλλη]], αντίθετη, [[άποψη]], [[πρέπει]] να ληφθεί ως [[αφετηρία]] ο τ. <i>φλήν</i>-<i>αφος</i>, ο [[οποίος]] έχει σχηματισθεί από το θ. <i>φλην</i> / <i>φλᾱν</i>- με το [[επίθημα]] -<i>αφος</i> του καθημερινού λεξιλογίου ([[πρβλ]]. [[κόλαφος]], [[οὔλαφος]]). Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι η λ. [[φλήναφος]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο στον δράστη της ενέργειας όσο και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[φλύαρος]], [[φλύαξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλήνᾰφος:''' ὁ ([[φλέω]]), ανόητη [[κουβέντα]], [[μωρολογία]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φλήνᾰφος, ὁ, [[φλέω]]<br />[[idle]] [[talk]], [[nonsense]], Luc.
}}
{{trml
|trtx====[[chatterbox]]===
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: [[話匣子]], [[话匣子]], [[喋喋不休者]], [[話癆]], [[话痨]]; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: [[kletskous]]; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: [[moulin à paroles]], [[bavard comme une pie]]; Galician: charlatán; German: [[Dampfplauderer]], [[Plaudertasche]], [[Quasselstrippe]], [[Schwätzer]], [[Schwätzerin]]; Alemannic German: Chlepfe; Greek: [[πολυλογάς]], [[φαφλατάς]]; Ancient Greek: [[ἀδέλεσχος]], [[ἀδολέσχης]], [[ἀδόλεσχος]], [[ἀείλαλος]], [[ἀθυρόγλωσσος]], [[ἀθυρόγλωττος]], [[ἀθυρόστομος]], [[ἀπεριλάλητος]], [[βάβαξ]], [[γλώσσαλγος]], [[γλώσσαργος]], [[γλωσσώδης]], [[Δωδωναῖον χαλκεῖον]], [[ἑτοιμολόγος]], [[κωτίλος]], [[λακερός]], [[λάληθρος]], [[λάλημα]], [[λαλητρίς]], [[λάλος]], [[λεσχήν]], [[λεσχηνευτής]], [[λογολέσχης]], [[μακρολόγος]], [[πανθρύλιος]], [[πάνθρυλος]], [[περίλαλος]], [[περισσολόγος]], [[πολύλαλος]], [[πολυλόγος]], [[πολύλογος]], [[πολύφωνος]], [[πρόγλωσσος]], [[ῥαχίας λαλίστερος]], [[ῥεολόγος]], [[ῥειολόγος]], [[ῥωποπερπερήθρας]], [[σπερμολόγος]], [[στωμυλήθρας]], [[στωμύληθρος]], [[στώμυλμα]], [[στωμύλος]], [[φάτης]], [[φιλόλογος]], [[φλέδων]], [[φλήναφος]], [[φλῆφος]], [[φλύαρος]]; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: [[chiacchierone]], [[ciancione]], [[linguacciuto]]; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: [[lingulaca]]; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: [[tagarela]], [[falador]], [[gralha]], [[grafonola]]; Russian: [[болтун]], [[болтунья]], [[болтушка]], [[лопотун]], [[лопотуха]], [[лопотунья]]; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: [[loro]], [[lora]], [[charlatán]], [[cotorra]], [[parlanchín]]; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame
}}
}}