ῥειολόγος

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

ῥεολόγος και ῥειολόγος, ὁ, Α
αυτός που το στόμα του ρέει, ο φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέος (< ῥέω) + -λόγος].

Translations

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame