μελλόνυμφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''"
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mellonymfos
|Transliteration C=mellonymfos
|Beta Code=mello/numfos
|Beta Code=mello/numfos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[about to be]] [[betrothed]] or [[wedded]], especially of females, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>633</span>, <span class="bibl">D.C.58.7</span>, <span class="title">Epigr.Gr.</span> 364.3 (Cotiaeum); rarely of the male, <span class="bibl">Phryn.Com.78</span> (prob. for -[[νύμφιος]]), Lyc.174: in <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>207</span> (lyr.), [[ἀνολολυξάτω]] (<b class="b3">-ύξετε</b> codd.) <b class="b3">δόμοις… ὁ μελλόνυμφος</b>, we shd. read either <b class="b3">δόμος… ὁ μ</b>. the [[maidens]] of the household or <b class="b3">δόμοις… ἁ</b> (sc. [[κλαγγά]]) the shout [[of the maidens]].</span>
|Definition=μελλόνυμφον, [[about to be married]], [[awaiting a husband]], [[about to be betrothed]] or [[about to be wedded]], especially of females, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''633, D.C.58.7, ''Epigr.Gr.'' 364.3 (Cotiaeum); rarely of the male, Phryn.Com.78 (prob. for -[[νύμφιος]]), Lyc.174: in S.''Tr.''207 (lyr.), [[ἀνολολυξάτω]] (-ύξετε codd.) <b class="b3">δόμοις… ὁ μελλόνυμφος</b>, we should read either <b class="b3">δόμος… ὁ μ.</b> the [[maiden]]s of the [[household]] or <b class="b3">δόμοις… ἁ</b> (''[[sc.]]'' [[κλαγγά]]) the [[shout]] of the [[maiden]]s.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] der Vermählung nahe, Bräutigam, Braut; Soph. Ant. 629, vgl. Trach. 206; sp. D., wie Lycophr. 174; auch D. Cass.; fem. auch μελλονύμφη, Poll. 3, 45 u. Eust. 945, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] der Vermählung nahe, Bräutigam, Braut; Soph. Ant. 629, vgl. Trach. 206; sp. D., wie Lycophr. 174; auch D. Cass.; fem. auch μελλονύμφη, Poll. 3, 45 u. Eust. 945, 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[nubile]];<br /><b>2</b> [[qui est sur le point de se marier]], [[fiancé]], [[fiancée]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[νύμφη]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελλόνυμφος:''' Soph. = [[μελλόγαμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελλόνυμφος''': -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς μικροῦ νὰ νυμφευθῇ, Λατ. nubilis, [[κυρίως]] ἐπὶ κόρης μεμνηστευμένης, καὶ μελλούσης ἐντὸς μικροῦ χρόνου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 633, Δίων Κ. 58. 7, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 364. 3· σπανίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λυκόφρ. 174· - ἐν Σοφ. Τρ. 207, ἀνολολυξάτω δόμοις... ἁ [[μελλόνυμφος]], τὸ [[μελλόνυμφος]] [[δέον]] νὰ ληφθῇ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ αἱ μελλόνυμφοι, αἱ παρθένοι τῆς οἰκίας· ὁ Elmsl. ἀνέγνω ἀνολολυξάτω [[δόμος]]· ὁ μ.· Erf. ἁ μελλόνυφος (ἐξυπ. κλαγγά), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρσένων κλαγγά, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ: - παρὰ Φρυν. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22, τὸ [[μελλονυμφίος]] διορθωτέον [[μελλόνυμφος]].
|lstext='''μελλόνυμφος''': -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς μικροῦ νὰ νυμφευθῇ, Λατ. nubilis, [[κυρίως]] ἐπὶ κόρης μεμνηστευμένης, καὶ μελλούσης ἐντὸς μικροῦ χρόνου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 633, Δίων Κ. 58. 7, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 364. 3· σπανίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λυκόφρ. 174· - ἐν Σοφ. Τρ. 207, ἀνολολυξάτω δόμοις... ἁ [[μελλόνυμφος]], τὸ [[μελλόνυμφος]] [[δέον]] νὰ ληφθῇ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ αἱ μελλόνυμφοι, αἱ παρθένοι τῆς οἰκίας· ὁ Elmsl. ἀνέγνω ἀνολολυξάτω [[δόμος]]· ὁ μελλόνυμφος· Erf. ἁ μελλόνυφος (ἐξυπ. κλαγγά), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρσένων κλαγγά, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ: - παρὰ Φρυν. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22, τὸ [[μελλονυμφίος]] διορθωτέον [[μελλόνυμφος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nubile;<br /><b>2</b> qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[νύμφη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM [[μελλόνυμφος]], -ον, θηλ. και [[μελλονύμφη]])<br />(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί [[σύντομα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω [[δόμος]] ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ [[μελλόνυμφος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>νυμφος</i>, [[παρά]]-<i>νυμφος</i>].
|mltxt=-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM [[μελλόνυμφος]], -ον, θηλ. και [[μελλονύμφη]])<br />(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί [[σύντομα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω [[δόμος]] ἐφεστίοις ἀλαλαγαῖς ὁ [[μελλόνυμφος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>νυμφος</i>, [[παρά]]-<i>νυμφος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελλόνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), λέγεται για νεαρές γυναίκες, αυτή που πρόκειται [[σύντομα]] να μνηστευθεί ή να παντρευτεί, Λατ. [[nubilis]], σε Σοφ.· στον Σοφ. (Τραχ. στ. 207), ἀνολολύξατε ὁ [[μελλόνυμφος]], ὁ [[μελλόνυμφος]] (ενν. <i>χόρος</i>) πρέπει να εκληφθεί ως περιληπτικό αντί <i>αἱ μελλόνυμφοι</i>, τα κορίτσια του σπιτιού που είναι σε [[ηλικία]] γάμου.
|lsmtext='''μελλόνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), λέγεται για νεαρές γυναίκες, αυτή που πρόκειται [[σύντομα]] να μνηστευθεί ή να παντρευτεί, Λατ. [[nubilis]], σε Σοφ.· στον Σοφ. (Τραχ. στ. 207), ἀνολολύξατε ὁ [[μελλόνυμφος]], ὁ [[μελλόνυμφος]] (ενν. <i>χόρος</i>) πρέπει να εκληφθεί ως περιληπτικό αντί <i>αἱ μελλόνυμφοι</i>, τα κορίτσια του σπιτιού που είναι σε [[ηλικία]] γάμου.
}}
{{elru
|elrutext='''μελλόνυμφος:''' Soph. = [[μελλόγαμος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελλό-νυμφος, ον [[νύμφη]]<br />of girls, [[about]] to be betrothed or wedded, Lat. [[nubilis]], Soph.:—in Soph. Tr. 207, ἀνολολύξατε ὁ [[μελλόνυμφος]], ὁ μ. (sc. χορόσ) must be taken [[collectively]] for αἱ μελλόνυμφοι, the maidens of the [[house]].
|mdlsjtxt=μελλό-νυμφος, ον [[νύμφη]]<br />of girls, [[about]] to be betrothed or wedded, Lat. [[nubilis]], Soph.:—in Soph. Tr. 207, ἀνολολύξατε ὁ [[μελλόνυμφος]], ὁ μ. (''[[sc.]]'' χορόσ) must be taken [[collectively]] for αἱ μελλόνυμφοι, the maidens of the [[house]].
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[one about to be wedded]]
|woodrun=[[one about to be wedded]]
}}
}}