μελλόνυμφος
English (LSJ)
μελλόνυμφον, about to be married, awaiting a husband, about to be betrothed or about to be wedded, especially of females, S.Ant.633, D.C.58.7, Epigr.Gr. 364.3 (Cotiaeum); rarely of the male, Phryn.Com.78 (prob. for -νύμφιος), Lyc.174: in S.Tr.207 (lyr.), ἀνολολυξάτω (-ύξετε codd.) δόμοις… ὁ μελλόνυμφος, we should read either δόμος… ὁ μ. the maidens of the household or δόμοις… ἁ (sc. κλαγγά) the shout of the maidens.
German (Pape)
[Seite 125] der Vermählung nahe, Bräutigam, Braut; Soph. Ant. 629, vgl. Trach. 206; sp. D., wie Lycophr. 174; auch D. Cass.; fem. auch μελλονύμφη, Poll. 3, 45 u. Eust. 945, 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 nubile;
2 qui est sur le point de se marier, fiancé, fiancée.
Étymologie: μέλλω, νύμφη.
Russian (Dvoretsky)
μελλόνυμφος: Soph. = μελλόγαμος.
Greek (Liddell-Scott)
μελλόνυμφος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς μικροῦ νὰ νυμφευθῇ, Λατ. nubilis, κυρίως ἐπὶ κόρης μεμνηστευμένης, καὶ μελλούσης ἐντὸς μικροῦ χρόνου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 633, Δίων Κ. 58. 7, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 364. 3· σπανίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λυκόφρ. 174· - ἐν Σοφ. Τρ. 207, ἀνολολυξάτω δόμοις... ἁ μελλόνυμφος, τὸ μελλόνυμφος δέον νὰ ληφθῇ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ αἱ μελλόνυμφοι, αἱ παρθένοι τῆς οἰκίας· ὁ Elmsl. ἀνέγνω ἀνολολυξάτω δόμος· ὁ μελλόνυμφος· Erf. ἁ μελλόνυφος (ἐξυπ. κλαγγά), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρσένων κλαγγά, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ: - παρὰ Φρυν. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 22, τὸ μελλονυμφίος διορθωτέον μελλόνυμφος.
Greek Monolingual
-η, ο, θηλ. και -ος (ΑM μελλόνυμφος, -ον, θηλ. και μελλονύμφη)
(συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα
αρχ.
(για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῖς ὁ μελλόνυμφος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος, παρά-νυμφος].
Greek Monotonic
μελλόνυμφος: -ον (νύμφη), λέγεται για νεαρές γυναίκες, αυτή που πρόκειται σύντομα να μνηστευθεί ή να παντρευτεί, Λατ. nubilis, σε Σοφ.· στον Σοφ. (Τραχ. στ. 207), ἀνολολύξατε ὁ μελλόνυμφος, ὁ μελλόνυμφος (ενν. χόρος) πρέπει να εκληφθεί ως περιληπτικό αντί αἱ μελλόνυμφοι, τα κορίτσια του σπιτιού που είναι σε ηλικία γάμου.
Middle Liddell
μελλό-νυμφος, ον νύμφη
of girls, about to be betrothed or wedded, Lat. nubilis, Soph.:—in Soph. Tr. 207, ἀνολολύξατε ὁ μελλόνυμφος, ὁ μ. (sc. χορόσ) must be taken collectively for αἱ μελλόνυμφοι, the maidens of the house.