στολίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stolizo
|Transliteration C=stolizo
|Beta Code=stoli/zw
|Beta Code=stoli/zw
|Definition=(στολίς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">put in trim</b>, <b class="b3">στολίσας νηὸς πτερά</b> <b class="b2">drawing in</b> the sail, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>628</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">equip, dress</b>, τινὰ πέπλοις <span class="title">Anacreont.</span>15.29; ἀγαλμάτιον Plu.2.366f; τοὺς θεούς <span class="bibl"><span class="title">Stud.Pal.</span>22.183.90</span> (ii A.D.):— Pass., <b class="b3">ἐστολισμένος δορί</b> [[armed]] with spear, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>659</span>; <b class="b3">νῆες σημείοισιν ἐστ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>255</span> (lyr.); <b class="b3">νυμφικῶς ἐστ</b>. <span class="bibl">Ach.Tat.3.7</span>; ἐστ. τὴν βασιλικὴν στολήν <span class="bibl">LXX <span class="title">Es.</span>8.15</span>: abs., <b class="b3">ἐστ</b>. <b class="b2">in full dress</b>, ib. <span class="bibl"><span class="title">1 Es.</span>1.2</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., <b class="b2">deck, adorn</b>, τὰς φρένας τινί <span class="title">AP</span>9.214 (Leo Phil.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to be a</b> <b class="b3">στολιστής</b>, <span class="title">IG</span>3.162.9.</span>
|Definition=([[στολίς]])<br><span class="bld">A</span> [[put in trim]], <b class="b3">στολίσας νηὸς πτερά</b> [[drawing in]] the sail, Hes.''Op.''628.<br><span class="bld">2</span> [[equip]], [[dress]], τινὰ πέπλοις ''Anacreont.''15.29; ἀγαλμάτιον Plu.2.366f; τοὺς θεούς ''Stud.Pal.''22.183.90 (ii A.D.):—Pass., <b class="b3">ἐστολισμένος δορί</b> [[armed]] with spear, [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''659; <b class="b3">νῆες σημείοισιν ἐστ</b>. Id.''IA''255 (lyr.); <b class="b3">νυμφικῶς ἐστ</b>. Ach.Tat.3.7; ἐστ. τὴν βασιλικὴν στολήν [[LXX]] ''Es.''8.15: abs., [[ἐστ]]. [[in full dress]], ib. ''1 Es.''1.2, al.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[deck]], [[adorn]], τὰς φρένας τινί ''AP''9.214 (Leo Phil.).<br><span class="bld">II</span> to be a [[στολιστής]], ''IG''3.162.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] wie [[στέλλω]], in Stand setzen, ausrüsten; στολίσας νηὸς πτερά, die Segel einziehend, Hes. O. 630; ἐστολισμένον δορί, bewaffnet, Eur. Suppl. 659; νῆας εἰδόμαν σημείοις ἐστολισμένας, I. A. 255; στόλισον αὐτήν, schmücke sie, Anacr. 15, 29; Plut. καὶ [[κοσμέω]], Is. et Osir. 39; – auch übertr., στόλιζες φρένας, Leo phil. ep. 5 (IX, 214).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] wie [[στέλλω]], in Stand setzen, ausrüsten; στολίσας νηὸς πτερά, die Segel einziehend, Hes. O. 630; ἐστολισμένον δορί, bewaffnet, Eur. Suppl. 659; νῆας εἰδόμαν σημείοις ἐστολισμένας, I. A. 255; στόλισον αὐτήν, schmücke sie, Anacr. 15, 29; Plut. καὶ [[κοσμέω]], Is. et Osir. 39; – auch übertr., στόλιζες φρένας, Leo phil. ep. 5 (IX, 214).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[appareiller]], [[équiper]], acc. ; <i>en gén.</i> munir de, τινι;<br /><b>2</b> [[vêtir]].<br />'''Étymologie:''' [[στολίς]].
}}
{{elnl
|elnltext=στολίζω &#91;[[στόλος]], [[στολή]]] opvouwen. Hes. Op. 628. uitrusten met, met dat.. ἐστολισμένον δορί uitgerust met een speer Eur. Suppl. 659.
}}
{{elru
|elrutext='''στολίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сворачивать]], [[убирать]] (νηὸς πτερά Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[одевать]], [[наряжать]] (σ. καὶ κοσμεῖν τινα Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[украшать]], [[снабжать]] ([[νῆας]] σημείοισιν Eur.);<br /><b class="num">4</b> [[оснащать]], [[вооружать]] (ἐστολισμένος [[δορί]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στολίζω''': μέλλ. -ίσω, (στολὶς) ὡς τὸ [[στέλλω]], [[παρασκευάζω]], [[ἐξοπλίζω]], [[ἑτοιμάζω]]· στολίσας νηὸς πτερά, περιστείλας, συστείλας τὰ ἱστία, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. 2) [[παρασκευάζω]], [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τινά τινι Ἀνακρέοντ. 15. 29· τινὰ Πλούτ. 2. 366F. - Παθητ., ἐστολισμένος δορί, ὡπλισμένος μὲ [[δόρυ]], Εὐρ. Ἱκέτ. 659· [[νῆες]] σημείοις ἐστ. Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255· νυμφικῶς ἐστ. Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 7· ἐστ. στολὴν βασιλικὴν Ἑβδ. (Ἐσθ. Η΄(Θ΄), 15)· ἀπολ., ἐστολισμένος, ἐνδεδυμένος τελείως, [[αὐτόθι]] (Α΄ Ἔσδρ. Α΄, 2, κτλ., πρβλ. Ἐσθ. Δ΄, 4, Ϛ΄, 9). 3) μεταφορ., κοσμῶ, [[στολίζω]], τί τινι Ἀνθ. Π. 9. 214. ΙΙ. εἶμαι [[στολιστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. 481. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
|lstext='''στολίζω''': μέλλ. -ίσω, (στολὶς) ὡς τὸ [[στέλλω]], [[παρασκευάζω]], [[ἐξοπλίζω]], [[ἑτοιμάζω]]· στολίσας νηὸς πτερά, περιστείλας, συστείλας τὰ ἱστία, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. 2) [[παρασκευάζω]], [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τινά τινι Ἀνακρέοντ. 15. 29· τινὰ Πλούτ. 2. 366F. - Παθητ., ἐστολισμένος δορί, ὡπλισμένος μὲ [[δόρυ]], Εὐρ. Ἱκέτ. 659· [[νῆες]] σημείοις ἐστ. Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255· νυμφικῶς ἐστ. Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 7· ἐστ. στολὴν βασιλικὴν Ἑβδ. (Ἐσθ. Η΄(Θ΄), 15)· ἀπολ., ἐστολισμένος, ἐνδεδυμένος τελείως, [[αὐτόθι]] (Α΄ Ἔσδρ. Α΄, 2, κτλ., πρβλ. Ἐσθ. Δ΄, 4, Ϛ΄, 9). 3) μεταφορ., κοσμῶ, [[στολίζω]], τί τινι Ἀνθ. Π. 9. 214. ΙΙ. εἶμαι [[στολιστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. 481. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> appareiller, équiper, acc. ; <i>en gén.</i> munir de, τινι;<br /><b>2</b> vêtir.<br />'''Étymologie:''' [[στολίς]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[στόλος]] / [[στολή]]<br /><b>1.</b> [[διακοσμώ]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], [[ντύνω]] με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη [[νύφη]]» β. «[[νέον]] τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ.<br />γ. «τὸ [[ἀγαλμάτιον]] στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το μεσοπαθ.)<br /><i>στολίζομαι</i><br />α) [[φορώ]] πολυτελή [[ενδυμασία]] ή [[φέρω]] επίσημη [[διακόσμηση]] (α. «ήλθαν στολισμένες σαν πριγκιπέσσες» β. «ἐστολισμένος τὴν βασιλικὴν στολήν», ΠΔ<br />γ. «[[νῆες]] σημείοισιν ἐστολισμέναι», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[φέρω]], έχω ή [[αποκτώ]] [[κάτι]] το όμορφο ή καλό (α. «[[πολλά]] [[είναι]] τα προτερήματα που τον στολίζουν» β. «με τη δική μου [[λεβεντιά]] να στολιστείς γυρεύεις;», δημ. [[τραγούδι]]<br />γ. «λευκὴν [[ἄνωθεν]] ἐλπίδα στολίζεται», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διανθίζω]] («στόλισε τον λόγο του με φαιδρά ανέκδοτα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τον στόλισα όπως του έπρεπε» ή «τον στόλισα για τα καλά»<br /><b>μτφ.</b> του τά [[είπα]] έξω απ' τα δόντια, τον επιτίμησα, του μίλησα με σκληρά [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>2.</b> [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]] («ἐστολισμένος δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[στολιστής]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στολίσας νηὸς πτερά» — [[αφού]] μάζεψε τα πανιά (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[στόλος]] / [[στολή]]<br /><b>1.</b> [[διακοσμώ]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], [[ντύνω]] με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη [[νύφη]]» β. «[[νέον]] τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ.<br />γ. «τὸ [[ἀγαλμάτιον]] στολίζουσι καὶ κοσμοῦσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το μεσοπαθ.)<br /><i>στολίζομαι</i><br />α) [[φορώ]] πολυτελή [[ενδυμασία]] ή [[φέρω]] επίσημη [[διακόσμηση]] (α. «ήλθαν στολισμένες σαν πριγκιπέσσες» β. «ἐστολισμένος τὴν βασιλικὴν στολήν», ΠΔ<br />γ. «[[νῆες]] σημείοισιν ἐστολισμέναι», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[φέρω]], έχω ή [[αποκτώ]] [[κάτι]] το όμορφο ή καλό (α. «[[πολλά]] [[είναι]] τα προτερήματα που τον στολίζουν» β. «με τη δική μου [[λεβεντιά]] να στολιστείς γυρεύεις;», δημ. [[τραγούδι]]<br />γ. «λευκὴν [[ἄνωθεν]] ἐλπίδα στολίζεται», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διανθίζω]] («στόλισε τον λόγο του με φαιδρά ανέκδοτα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τον στόλισα όπως του έπρεπε» ή «τον στόλισα για τα καλά»<br /><b>μτφ.</b> του τά [[είπα]] έξω απ' τα δόντια, τον επιτίμησα, του μίλησα με σκληρά [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>2.</b> [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]] («ἐστολισμένος δορί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[στολιστής]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στολίσας νηὸς πτερά» — [[αφού]] μάζεψε τα πανιά (<b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στολίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[στολίς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], [[εξοπλίζω]]· <i>στολίσας νηὸς πτερά</i>, έχοντας μαζέψει τα πανιά του πλοίου, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]], [[ντύνω]], [[στολίζω]] — Παθ., ἐστολισμένος [[δορί]], οπλισμένος με [[δόρυ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[στολίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στολίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[στολίς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], [[εξοπλίζω]]· <i>στολίσας νηὸς πτερά</i>, έχοντας μαζέψει τα πανιά του πλοίου, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]], [[ντύνω]], [[στολίζω]] — Παθ., ἐστολισμένος [[δορί]], οπλισμένος με [[δόρυ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[στολίζω]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=στολίζω [στόλος, στολή] opvouwen. Hes. Op. 628. uitrusten met, met dat.. ἐστολισμένον δορί uitgerust met een speer Eur. Suppl. 659.
|mdlsjtxt=[[στολίζω]], [[στολίς]]<br /><b class="num">1.</b> to put in [[trim]], στολίσας νηὸς πτερά having trimmed the sails, Hes.<br /><b class="num">2.</b> to [[equip]], [[dress]]:—Pass., ἐστολισμένος [[δορί]] [[armed]] with [[spear]], Eur.<br /><b class="num">3.</b> metaph. to [[deck]], [[adorn]], Anth.
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''στολίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> сворачивать, убирать (νηὸς πτερά Hes.);<br /><b class="num">2)</b> одевать, наряжать (σ. καὶ κοσμεῖν τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> украшать, снабжать ([[νῆας]] σημείοισιν Eur.);<br /><b class="num">4)</b> оснащать, вооружать (ἐστολισμένος [[δορί]] Eur.).
|mantxt=(=[[ἑτοιμάζω]], [[στολίζω]]). Ἀπό τό [[στολίς]] -ίδος (=[[φόρεμα]]) τοῦ [[στέλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}
{{mdlsj
{{elmes
|mdlsjtxt=[[στολίζω]], [[στολίς]]<br /><b class="num">1.</b> to put in [[trim]], στολίσας νηὸς πτερά having trimmed the sails, Hes.<br /><b class="num">2.</b> to [[equip]], [[dress]]:—Pass., ἐστολισμένος [[δορί]] [[armed]] with [[spear]], Eur.<br /><b class="num">3.</b> metaph. to [[deck]], [[adorn]], Anth.
|esmgtx=[[vestir]] στολίσας αὐτὸν δὸς αὐτῷ ἀνουβιάδα τὸν στάχυν <b class="b3">tras vestirlo dále una espiga de trigo anúbica</b> P IV 901 στολίσας σεαυτὸν προφητικῷ σχήματι ἔχε ἐβεννίνην ῥάβδον ἐν τῇ λαιᾷ χειρί <b class="b3">vestido a la manera de un profeta sostén una varilla de ébano en la mano izquierda</b> P I 278 στόλισον αὐτὸν λίνῳ καθαρῷ καὶ θὲς ἐπὶ θυρίδος καθαρᾶς <b class="b3">vístelo con lino limpio y ponlo en una ventana purificada (ref. a un hipopótamo modelado) </b> P XIII 313 part. med. τὸ δὲ εἰς τὸ χάρτιον· Ὄσιρις ἐστολισμένος, ὡς Αἰγύπτιοι μηνύουσιν <b class="b3">ésta es la figura del papiro: un Osiris vestido como los egipcios lo representan</b> P IV 2124 ἐστολισμένος καὶ ἀπεχόμενος ἀπὸ πάντων μυσαρῶν πραγμάτων <b class="b3">vestido y absteniéndote de toda obra abominable</b> P I 289
}}
}}