3,277,700
edits
(CSV import) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaprasso | |Transliteration C=diaprasso | ||
|Beta Code=diapra/ssw | |Beta Code=diapra/ssw | ||
|Definition=Att. [[διαπράττω]], Ion. [[διαπρήσσω]], < | |Definition=Att. [[διαπράττω]], Ion. [[διαπρήσσω]],<br><span class="bld">A</span> [[pass over]], c. gen., <b class="b3">διέπρησσον πεδίοιο</b> they [[made their way over]] the plain, Il.2.785, 3.14; also <b class="b3">οἵ κε… διαπρήσσωσι κέλευθον</b> [[may finish]] their journey, Od.2.213, cf. 429: of [[time]], c. part., <b class="b3">ἤματα… διέπρησσον πολεμίζων</b> I [[went through]] days in fighting, Il.9.326; <b class="b3">κεν… εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων</b> I [[should]] not [[finish]] speaking... Od.14.197:—Med., διαπραξάμενος βίον Alex.262.2 (dub.).<br><span class="bld">II</span> [[bring about]], [[accomplish]], [[Herodotus|Hdt.]]9.94; <b class="b3">δ. τινί τι</b> [[get]] a thing [[done]] for a man, Id.3.61, cf. A.''Eu.''953(lyr.): c. inf., X.''Smp.''5.9: abs., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''93:—Pass., ἐπ' ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς A.''Ch.''739:—freq. in Med., [[Herodotus|Hdt.]]1.2, 2.2, Ar.''Lys.''518, etc.; δι' ἑρμηνέων [[Herodotus|Hdt.]]4.24; οὐδὲν καινὸν διαπράττονται D.35.1: pf. Pass. in med. sense, τὸ αὐτὸ διαπεπραγμένοι εἰσὶν ὥσπερ ἂν εἰ… [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 479a; πολλοῖς πολλὰ παρὰ τοῦ πάππου ἀγαθὰ διεπέπρακτο [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.2.10, cf. ''An.''2.3.25; ὃ οὗτοι διαπεπραγμένοι εἰσί D.35.26, cf. Din.1.97, Isoc. 4.137; τοὺς ἀνήκεστα δ. Theodect. ap. Arist.''Rh.''1399b4, cf. Men. ''Per.Fr.''1: also strictly in sense of Med., [[effect for oneself]], [[gain one's point]], [[Herodotus|Hdt.]]9.41; τὸ ἴδιον Antipho 5.61; φιλίαν δ. πρός τινα X.''An.''7.3.16; <b class="b3">πλοῖα παρά τινος</b> ib.6.2.17: c. inf., δ. τῶν ἀγγέλων γενέσθαι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 360a; <b class="b3">δ. ὥστε</b> followed by inf., Lys.16.15, [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 478e, by ind., X.''An.''4.2.23; <b class="b3">δ. μὴ καίειν</b> ib.3.5.5.<br><span class="bld">2</span> Med., [[get for oneself]], [[obtain]], [[πλοῖα]] ib.6.2.17, cf. 3.2.29.<br><span class="bld">III</span> [[make an end of]], [[destroy]], in Pass., [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''260(lyr.), al., S.''Tr.''784, E.''Hel.''858; διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων Plu.''Fab.''5.<br><span class="bld">IV</span> Med., [[intrigue successfully]], Aeschin. 3.232 (so in Act., <b class="b3">διαπρήσσει· ἀπατᾶ, ψεύδεται</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω, jón. -πρήσσω <i>Il</i>.2.785, 3.14, Thgn.553, Hp.<i>Vict</i>.2.40<br /><b class="num">A</b> c. idea de llegar hasta el final<br /><b class="num">I</b> esp. ép. y v. act. [[atravesar]], [[recorrer hasta el final]] en el espacio c. gen. πεδίοιο <i>Il</i>.ll.cc., c. ac. οἵ κέ μοι ... διαπρήσσωσι κέλευθον (los compañeros) que recorran conmigo el camino</i>, <i>Od</i>.2.213, cf. 429, Thgn.l.c., Q.S.9.443, θῦνε διαπρήσσουσ' ἁλιμυρέα κύματα πόντου Orph.<i>A</i>.630, cf. 1242, 1346<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. διαπραξάμενος ἥδιον βίον tras pasar una vida placentera</i> Alex.264.2<br /><b class="num">•</b>fig. εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ ni en todo un año terminaría de contarte los sufrimientos de mi alma</i>, <i>Od</i>.14.197.<br /><b class="num">II</b> [[destruir]] esp. trág., en v. pas. πάντα γ' ἔστ' ἐκεῖνα διαπεπραγμένα A.<i>Pers</i>.260, ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ A.<i>Ch</i>.880, στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης A.<i>Ch</i>.1008, cf. S.<i>Tr</i>.784, E.<i>Hel</i>.858, 1177, <i>Io</i> 353, διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων los asuntos cartagineses están perdidos</i> Plu.<i>Fab</i>.5.<br /><b class="num">B</b> en rel. c. la acción<br /><b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[actuar]] c. περί: περί τ' ἀνθρώπων φανέρ' ὡς τελέως διαπράσσουσιν A.<i>Eu</i>.953<br /><b class="num">•</b>en v. med. καλῶς διαπράττοιτο tendría éxito</i> D.Chr.68.6, c. pred. μισόλογον ... διαπράττεσθαι actuar como enemigo de la ciencia</i> Eun.<i>VS</i> 481<br /><b class="num">•</b>c. ὥστε [[actuar de forma que]] διεπραξάμην ὥστε τῆς πρώτης τεταγμένος μάχεσθαι Lys.16.15, δ. ὥστε μήτε νουθετεῖσθαι μήτε κολάζεσθαι Pl.<i>Grg</i>.478e, διεπράξαντο ὥστε ... ἀπέδοσαν τὸν ἡγεμόνα X.<i>An</i>.4.2.23, cf. Antipho 5.17.<br /><b class="num">2</b> [[tener éxito]] διαπράττουσσι obtienen logros en los negocios</i> Ar.<i>Eq</i>.93, ἑτέρῳ διαπράξειν ἤλπιζεν D.C.40.60.2<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. διαπραξάμενος ὕστερον ἐξῆλθε (ἐκ τῆς εἱρκτῆς) Th.1.131<br /><b class="num">•</b>[[tener éxito]] ante alguien, c. πρός: ἐπειδὴ δὲ πρὸς τοὺς παρὰ Σατύρου διεπραξάμην Isoc.17.8<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ τοιαύτη μᾶζα διαπρήσσεται un pan de cebada así es eficaz</i> Hp.l.c.<br /><b class="num">3</b> en v. med. [[negociar]], [[tratar]] δι' ἑρμηνέων Hdt.4.24, cf. 9.41, πρός τινα τῶν πόλεων Pl.<i>Hp.Ma</i>.281a, πρὸς τὸν Σεύθην περὶ σπονδῶν X.<i>An</i>.7.4.12, ἐν ἀπορρήτοις D.S.18.65<br /><b class="num">•</b>[[intrigar]] part. subst. ὁ διαπραξάμενος el que ha intrigado para sí</i> Aeschin.3.232.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[realizar]], [[llevar a cabo]] πάντα διαπρήξει Hdt.3.61, cf. Ar.<i>Pl</i>.217, μηδὲν ἔργον ὀξέως διαπρήξῃ Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 43, en v. pas. ἐπ' ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς κείνῃ por lo bien que le han salido las cosas</i> A.<i>Ch</i>.739<br /><b class="num">•</b>abs. [[llevar a término]], [[solucionar]] προέθεσαν ... διαπρῆξαι Hdt.9.94<br /><b class="num">•</b>en v. med. mism. sent. διαπρηξαμένους καὶ τἆλλα τῶν εἵνεκεν ἀπίκατο Hdt.1.2, cf. 2.2, τὰ δυνατά Th.5.89, cf. 7.40, Pl.<i>Grg</i>.479a, Ar.<i>Lys</i>.518, οὐδὲν καινόν D.35.1, cf. 26, ἔργον Is.11.31, Ph.2.28, τι καλὸν ἢ σεμνὸν Isoc.7.63, τοὺς ἐν τοῖς μισθοφόροις ἀνήκεστα διαπεπραγμένους a los que han llevado a cabo irreparables pérdidas</i> Arist.<i>Rh</i>.1399<sup>b</sup>4, ἅπαντα ... ὅσ' ἐβουλήθησαν Din.1.97, πολλὰ καὶ ἄξια μνήμης <i>Studies Hall</i> 95 (Pisidia I a.C.), τὰ περὶ τὰς συνθήκας ... αἱ πρεσβεῖαι διεπράττοντο Plb.21.33.1, ἵνα <τι> κατὰ τοῦ δήμου διαπράξαιντο D.H.11.58, οὐδὲν μέγαν Str.4.5.3, Men.<i>Per</i>.Fr.3.3, τέχνας Luc.<i>Par</i>.20, τοῦτο Aesop.55, ταῦτα διαπραξάμενοι [[LXX]] 2<i>Ma</i>.10.38, ἢ οὐχὶ κατάρα ἀνδράσι ... ὄνων ἔργα ... διαπράττεσθαι; <i>Cat.Eccl.Haun</i>.12.54, τὰ τῶν ἐλευθέρων <i>SB</i> 13274.26 (VI d.C.), τὰ συνήθη <i>POxy</i>.128.11 (VI/VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. en v. med. ref. al acto sexual αὐτῷ ... προσπεσοῦσα διεπράξατο Plu.2.404a, cf. Ar.<i>Ec</i>.634.<br /><b class="num">2</b> [[lograr]], [[conseguir]] c. inf. Σωκράτης ... διέπραττε τόν τε λύχνον ἀντιπροσενεγκεῖν τῷ Κριτοβούλῳ X.<i>Smp</i>.5.9, más frec. en v. med. πλοῖα X.<i>An</i>.6.2.17, πολλοῖς δὲ πολλὰ ... ἀγαθά X.<i>Cyr</i>.4.2.10, φιλίαν ... πρὸς Μήδοκον X.<i>An</i>.7.3.16, διαπεπραγμένος ἀπ' αὐτῶν ἅπερ [[ἐγώ]] Isoc.15.86, cf. 4.137, τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν Plb.2.43.5, τὴν κατάβασιν Luc.<i>Nec</i>.6, c. inf. διαπράξασθαι τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν βασιλέα Pl.<i>R</i>.360a, εἴ τις ... διαπράξαιτο μὴ διδόναι δίκην Pl.<i>Grg</i>.479a, διαπεπραγμένος ... παρὰ βασιλέως δοθῆναι αὐτῷ σῴζειν τοὺς Ἕλληνας X.<i>An</i>.2.3.25, ἃ γὰρ ὅτε ἐσπένδοντο διεπράττοντο X.<i>An</i>.3.5.5, cf. Plu.2.254a, Ach.Tat.2.15.1. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω, jón. -πρήσσω <i>Il</i>.2.785, 3.14, Thgn.553, Hp.<i>Vict</i>.2.40<br /><b class="num">A</b> c. idea de llegar hasta el final<br /><b class="num">I</b> esp. ép. y v. act. [[atravesar]], [[recorrer hasta el final]] en el espacio c. gen. πεδίοιο <i>Il</i>.ll.cc., c. ac. οἵ κέ μοι ... διαπρήσσωσι κέλευθον (los compañeros) que recorran conmigo el camino</i>, <i>Od</i>.2.213, cf. 429, Thgn.l.c., Q.S.9.443, θῦνε διαπρήσσουσ' ἁλιμυρέα κύματα πόντου Orph.<i>A</i>.630, cf. 1242, 1346<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. διαπραξάμενος ἥδιον βίον tras pasar una vida placentera</i> Alex.264.2<br /><b class="num">•</b>fig. εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ ni en todo un año terminaría de contarte los sufrimientos de mi alma</i>, <i>Od</i>.14.197.<br /><b class="num">II</b> [[destruir]] esp. trág., en v. pas. πάντα γ' ἔστ' ἐκεῖνα διαπεπραγμένα A.<i>Pers</i>.260, ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ A.<i>Ch</i>.880, στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης A.<i>Ch</i>.1008, cf. S.<i>Tr</i>.784, E.<i>Hel</i>.858, 1177, <i>Io</i> 353, διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων los asuntos cartagineses están perdidos</i> Plu.<i>Fab</i>.5.<br /><b class="num">B</b> en rel. c. la acción<br /><b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[actuar]] c. περί: περί τ' ἀνθρώπων φανέρ' ὡς τελέως διαπράσσουσιν A.<i>Eu</i>.953<br /><b class="num">•</b>en v. med. καλῶς διαπράττοιτο tendría éxito</i> D.Chr.68.6, c. pred. μισόλογον ... διαπράττεσθαι actuar como enemigo de la ciencia</i> Eun.<i>VS</i> 481<br /><b class="num">•</b>c. ὥστε [[actuar de forma que]] διεπραξάμην ὥστε τῆς πρώτης τεταγμένος μάχεσθαι Lys.16.15, δ. ὥστε μήτε νουθετεῖσθαι μήτε κολάζεσθαι Pl.<i>Grg</i>.478e, διεπράξαντο ὥστε ... ἀπέδοσαν τὸν ἡγεμόνα X.<i>An</i>.4.2.23, cf. Antipho 5.17.<br /><b class="num">2</b> [[tener éxito]] διαπράττουσσι obtienen logros en los negocios</i> Ar.<i>Eq</i>.93, ἑτέρῳ διαπράξειν ἤλπιζεν D.C.40.60.2<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. διαπραξάμενος ὕστερον ἐξῆλθε (ἐκ τῆς εἱρκτῆς) Th.1.131<br /><b class="num">•</b>[[tener éxito]] ante alguien, c. πρός: ἐπειδὴ δὲ πρὸς τοὺς παρὰ Σατύρου διεπραξάμην Isoc.17.8<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ τοιαύτη μᾶζα διαπρήσσεται un pan de cebada así es eficaz</i> Hp.l.c.<br /><b class="num">3</b> en v. med. [[negociar]], [[tratar]] δι' ἑρμηνέων Hdt.4.24, cf. 9.41, πρός τινα τῶν πόλεων Pl.<i>Hp.Ma</i>.281a, πρὸς τὸν Σεύθην περὶ σπονδῶν X.<i>An</i>.7.4.12, ἐν ἀπορρήτοις [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.65<br /><b class="num">•</b>[[intrigar]] part. subst. ὁ διαπραξάμενος el que ha intrigado para sí</i> Aeschin.3.232.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[realizar]], [[llevar a cabo]] πάντα διαπρήξει Hdt.3.61, cf. Ar.<i>Pl</i>.217, μηδὲν ἔργον ὀξέως διαπρήξῃ Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 43, en v. pas. ἐπ' ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς κείνῃ por lo bien que le han salido las cosas</i> A.<i>Ch</i>.739<br /><b class="num">•</b>abs. [[llevar a término]], [[solucionar]] προέθεσαν ... διαπρῆξαι Hdt.9.94<br /><b class="num">•</b>en v. med. mism. sent. διαπρηξαμένους καὶ τἆλλα τῶν εἵνεκεν ἀπίκατο Hdt.1.2, cf. 2.2, τὰ δυνατά Th.5.89, cf. 7.40, Pl.<i>Grg</i>.479a, Ar.<i>Lys</i>.518, οὐδὲν καινόν D.35.1, cf. 26, ἔργον Is.11.31, Ph.2.28, τι καλὸν ἢ σεμνὸν Isoc.7.63, τοὺς ἐν τοῖς μισθοφόροις ἀνήκεστα διαπεπραγμένους a los que han llevado a cabo irreparables pérdidas</i> Arist.<i>Rh</i>.1399<sup>b</sup>4, ἅπαντα ... ὅσ' ἐβουλήθησαν Din.1.97, πολλὰ καὶ ἄξια μνήμης <i>Studies Hall</i> 95 (Pisidia I a.C.), τὰ περὶ τὰς συνθήκας ... αἱ πρεσβεῖαι διεπράττοντο Plb.21.33.1, ἵνα <τι> κατὰ τοῦ δήμου διαπράξαιντο D.H.11.58, οὐδὲν μέγαν Str.4.5.3, Men.<i>Per</i>.Fr.3.3, τέχνας Luc.<i>Par</i>.20, τοῦτο Aesop.55, ταῦτα διαπραξάμενοι [[LXX]] 2<i>Ma</i>.10.38, ἢ οὐχὶ κατάρα ἀνδράσι ... ὄνων ἔργα ... διαπράττεσθαι; <i>Cat.Eccl.Haun</i>.12.54, τὰ τῶν ἐλευθέρων <i>SB</i> 13274.26 (VI d.C.), τὰ συνήθη <i>POxy</i>.128.11 (VI/VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. en v. med. ref. al acto sexual αὐτῷ ... προσπεσοῦσα διεπράξατο Plu.2.404a, cf. Ar.<i>Ec</i>.634.<br /><b class="num">2</b> [[lograr]], [[conseguir]] c. inf. Σωκράτης ... διέπραττε τόν τε λύχνον ἀντιπροσενεγκεῖν τῷ Κριτοβούλῳ X.<i>Smp</i>.5.9, más frec. en v. med. πλοῖα X.<i>An</i>.6.2.17, πολλοῖς δὲ πολλὰ ... ἀγαθά X.<i>Cyr</i>.4.2.10, φιλίαν ... πρὸς Μήδοκον X.<i>An</i>.7.3.16, διαπεπραγμένος ἀπ' αὐτῶν ἅπερ [[ἐγώ]] Isoc.15.86, cf. 4.137, τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν Plb.2.43.5, τὴν κατάβασιν Luc.<i>Nec</i>.6, c. inf. διαπράξασθαι τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν βασιλέα Pl.<i>R</i>.360a, εἴ τις ... διαπράξαιτο μὴ διδόναι δίκην Pl.<i>Grg</i>.479a, διαπεπραγμένος ... παρὰ βασιλέως δοθῆναι αὐτῷ σῴζειν τοὺς Ἕλληνας X.<i>An</i>.2.3.25, ἃ γὰρ ὅτε ἐσπένδοντο διεπράττοντο X.<i>An</i>.3.5.5, cf. Plu.2.254a, Ach.Tat.2.15.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0597.png Seite 597]] att. διαπράττω, ion. [[διαπρήσσω]] (s. [[πράσσω]]), [[hindurchdringen]], hindurchkommen, durchmachen, vollenden, vollbringen. Homer: Odyss. 2, 213 ἄγε μοι δότε νῆα καὶ ἑταίρους, οἵ κέ μοι [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] διαπρήσσωσι κέλευθον, den Weg zurücklegen; Odyss. 2, 429 Iliad. 1, 483 von einem Schiff ἡ δ' ἔθεεν κατὰ [[κῦμα]] διαπρήσσουσα κέλευθον; Iliad. 2, 785. 3, 14. 23, 364 [[μάλα]] δ' ὦκα (οἱ δ' ὦκα) διέπρησσον πεδίοιο, der genitiv. ist ein Homerischer genitiv. der Ergänzung, wie er bei nominibus überall, bei verbis von Homer ungleich häufiger als in der Artischen Prosa zur Anwendung gebracht wird, διαπράσσειν τοῦ πεδίου wie wenn man ἡ [[διάπραξις]] τοῦ πεδίου sagte; Aristarch faßte διαπράσσειν πεδίοιο = διαπράσσειν διὰ τοῦ πεδίου, Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 364 ὴ [[διπλῆ]], ὅτι λείπει ἡ διά, διὰ πεδίου, vgl. Friedlaender Schematol. p. 26; mit particip. Iliad. 9, 326 ἤματα δ' αἱματόεντα διέπρησσον πολεμίζων; Odyss. 14, 197 ῥηιδίως κεν [[ἔπειτα]] καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ, ich würde in einem Jahre mit der Erzählung nicht durchkommen, zu Ende kommen. – Folgende: 1) durchmachen, vollenden, [[vollbringen]]; Her. 9, 94; Att., τί, Ar. Equ. 93 Plut. 217; Xen. Mem. 2, 3, 13; τινὶ ὧν δεῖται Cyr. 1, 4, 13. – Gew. im med., für sich [[durchsetzen]], oft auch für Andere; bei Plat. nur so, theils absol., Phaedr. 256 c, theils c. acc., πάγκαλον [[πρᾶγμα]] Conv. 183 b; τὰ πάντα Gorg. 151 d, u. ä.; auch folgt μὴ διδόναι δίκην, Gorg. 479 a; [[ὥστε]] c. inf., Xen. Cyr. 7, 4, 9; Plat. Gorg. 478 e; auch διαπεπραγμένος τι, Din. 1, 97, wie Men. Perinth. fr. 1; u. Diphil. Stob. fl. 24, 1; διαπέπρακται, er hat ausgerichtet, Isocr. 4. 187; aber διαπέπρακται ὁ [[πόλεμος]] pass., Plut. Caes. 52. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0597.png Seite 597]] att. διαπράττω, ion. [[διαπρήσσω]] (s. [[πράσσω]]), [[hindurchdringen]], hindurchkommen, durchmachen, vollenden, vollbringen. Homer: Odyss. 2, 213 ἄγε μοι δότε νῆα καὶ ἑταίρους, οἵ κέ μοι [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] διαπρήσσωσι κέλευθον, den Weg zurücklegen; Odyss. 2, 429 Iliad. 1, 483 von einem Schiff ἡ δ' ἔθεεν κατὰ [[κῦμα]] διαπρήσσουσα κέλευθον; Iliad. 2, 785. 3, 14. 23, 364 [[μάλα]] δ' ὦκα (οἱ δ' ὦκα) διέπρησσον πεδίοιο, der genitiv. ist ein Homerischer genitiv. der Ergänzung, wie er bei nominibus überall, bei verbis von Homer ungleich häufiger als in der Artischen Prosa zur Anwendung gebracht wird, διαπράσσειν τοῦ πεδίου wie wenn man ἡ [[διάπραξις]] τοῦ πεδίου sagte; Aristarch faßte διαπράσσειν πεδίοιο = διαπράσσειν διὰ τοῦ πεδίου, Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 364 ὴ [[διπλῆ]], ὅτι λείπει ἡ διά, διὰ πεδίου, vgl. Friedlaender Schematol. p. 26; mit particip. Iliad. 9, 326 ἤματα δ' αἱματόεντα διέπρησσον πολεμίζων; Odyss. 14, 197 ῥηιδίως κεν [[ἔπειτα]] καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ, ich würde in einem Jahre mit der Erzählung nicht durchkommen, zu Ende kommen. – Folgende: 1) durchmachen, vollenden, [[vollbringen]]; Her. 9, 94; Att., τί, Ar. Equ. 93 Plut. 217; Xen. Mem. 2, 3, 13; τινὶ ὧν δεῖται Cyr. 1, 4, 13. – Gew. im med., für sich [[durchsetzen]], oft auch für Andere; bei Plat. nur so, theils absol., Phaedr. 256 c, theils c. acc., πάγκαλον [[πρᾶγμα]] Conv. 183 b; τὰ πάντα Gorg. 151 d, u. ä.; auch folgt μὴ διδόναι δίκην, Gorg. 479 a; [[ὥστε]] c. inf., Xen. Cyr. 7, 4, 9; Plat. Gorg. 478 e; auch διαπεπραγμένος τι, Din. 1, 97, wie Men. Perinth. fr. 1; u. Diphil. Stob. fl. 24, 1; διαπέπρακται, er hat ausgerichtet, Isocr. 4. 187; aber διαπέπρακται ὁ [[πόλεμος]] pass., Plut. Caes. 52. – Übh. = unterhandeln, δι' ἑρμηνέων, Her. 4, 24; [[πρός]] τινα, Plat. Hipp. mai. 281 a; [[περί]] τινος [[πρός]] τινα, mit Einem über etwas, Xen. An. 7, 4, 12; durchsetzen, erlangen, ἀγαθόν τινι [[παρά]] τινος. Is. 3, 20. – 2) die Tragg. brauchen es übertr. für tödten; στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch. Ch. 1008; vgl. Soph. Tr 784; Eur. Ion 358; διαπεπράγμεθα, wir sind zu Grunde gerichtet, es ist aus mit uns, Hel. 864; auch Sp., wie Plut. Fab. M. 5, διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διαπράξω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> accomplir | |btext=<i>f.</i> διαπράξω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> accomplir jusqu'au bout, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[accomplir]], [[achever]] : κέλευθον OD un trajet ; <i>abs.</i> δ. πεδίοιο IL accomplir un trajet à travers une plaine ; <i>avec idée de temps</i> ἤματα διέπρησσον πολεμίζων IL je passais les jours à combattre ; εἰς ἐνιαυτὸν [[οὔτι]] διαπρήξαιμι OD une année entière ne me suffirait pas pour dire;<br /><b>2</b> [[accomplir]], [[effectuer]], [[réaliser]];<br /><b>3</b> achever, <i>càd</i> faire périr, tuer <i>seul. au Pass.</i> : διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων PLUT c'en est fait des Carthaginois;<br /><b>II.</b> [[tâcher d'accomplir]], [[faire des efforts pour]], [[machiner]] : τινί τι qch en faveur de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαπράσσομαι]];<br /><b>1</b> [[accomplir]], [[réaliser]] ; obtenir : τι [[παρά]] τινος qch de qqn ; <i>avec</i> [[μή]] et l'inf. faire en sorte que… ne;<br /><b>2</b> [[tâcher d'accomplir]], [[de réaliser]] ; négocier, traiter : δι' ἑρμηνέων HDT par interprètes ; [[περί]] τινος [[πρός]] τινα traiter une affaire avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πράσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ionic -[[πρήσσω]] fut. -πράξω<br /><b class="num">I.</b> to [[pass]] [[over]], c. gen., διέπρησσον πεδίοιο they made [[their]] way [[over]] the [[plain]], Il.; also, δ. κέλευθον to [[finish]] a [[journey]], Od.:—also of [[time]], c. [[part]]., ἤματα διέπρησσον πολεμίζων went [[through]] days in [[fighting]], Il.; διαπρήξαιμι λέγων should [[finish]] [[speaking]], Od.<br /><b class="num">II.</b> to [[bring]] [[about]], [[accomplish]], [[effect]], [[settle]], Hdt.; δ. τί τινι to get a [[thing]] done for a man, Hdt.: —so in Mid., Hdt.; perf. [[pass]]. in mid. [[sense]], Plat., etc.:—[[strictly]] in [[sense]] of Mid., to [[effect]] for [[oneself]], [[gain]] one's [[point]], Hdt., Xen.: c. inf. to [[manage]] that, Xen.<br /><b class="num">III.</b> to make an end of, [[destroy]], [[slay]], Lat. conficere, in [[part]]. perf. [[pass]]. διαπεπραγμένος, Trag. | |mdlsjtxt=ionic -[[πρήσσω]] fut. -πράξω<br /><b class="num">I.</b> to [[pass]] [[over]], c. gen., διέπρησσον πεδίοιο they made [[their]] way [[over]] the [[plain]], Il.; also, δ. κέλευθον to [[finish]] a [[journey]], Od.:—also of [[time]], c. [[part]]., ἤματα διέπρησσον πολεμίζων went [[through]] days in [[fighting]], Il.; διαπρήξαιμι λέγων should [[finish]] [[speaking]], Od.<br /><b class="num">II.</b> to [[bring]] [[about]], [[accomplish]], [[effect]], [[settle]], Hdt.; δ. τί τινι to get a [[thing]] done for a man, Hdt.: —so in Mid., Hdt.; perf. [[pass]]. in mid. [[sense]], Plat., etc.:—[[strictly]] in [[sense]] of Mid., to [[effect]] for [[oneself]], [[gain]] one's [[point]], Hdt., Xen.: c. inf. to [[manage]] that, Xen.<br /><b class="num">III.</b> to make an end of, [[destroy]], [[slay]], Lat. conficere, in [[part]]. perf. [[pass]]. διαπεπραγμένος, Trag. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[transigere]], [[conficere]]'', to [[settle]], [[accomplish]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.87.3/ 1.87.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.131.2/ 1.131.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.8/ 3.82.8], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.29.1/ 4.29.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.89.1/ 5.89.1],<br>''[[curare]]'', to [[take care of]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.40.2/ 7.40.2]. | |||
}} | }} |