διαπράσσω

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπράσσω Medium diacritics: διαπράσσω Low diacritics: διαπράσσω Capitals: ΔΙΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: diaprássō Transliteration B: diaprassō Transliteration C: diaprasso Beta Code: diapra/ssw

English (LSJ)

Att. διαπράττω, Ion. διαπρήσσω,
A pass over, c. gen., διέπρησσον πεδίοιο they made their way over the plain, Il.2.785, 3.14; also οἵ κε… διαπρήσσωσι κέλευθον may finish their journey, Od.2.213, cf. 429: of time, c. part., ἤματα… διέπρησσον πολεμίζων I went through days in fighting, Il.9.326; κεν… εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων I should not finish speaking... Od.14.197:—Med., διαπραξάμενος βίον Alex.262.2 (dub.).
II bring about, accomplish, Hdt.9.94; δ. τινί τι get a thing done for a man, Id.3.61, cf. A.Eu.953(lyr.): c. inf., X.Smp.5.9: abs., Ar.Eq.93:—Pass., ἐπ' ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς A.Ch.739:—freq. in Med., Hdt.1.2, 2.2, Ar.Lys.518, etc.; δι' ἑρμηνέων Hdt.4.24; οὐδὲν καινὸν διαπράττονται D.35.1: pf. Pass. in med. sense, τὸ αὐτὸ διαπεπραγμένοι εἰσὶν ὥσπερ ἂν εἰ… Pl.Grg. 479a; πολλοῖς πολλὰ παρὰ τοῦ πάππου ἀγαθὰ διεπέπρακτο X.Cyr.4.2.10, cf. An.2.3.25; ὃ οὗτοι διαπεπραγμένοι εἰσί D.35.26, cf. Din.1.97, Isoc. 4.137; τοὺς ἀνήκεστα δ. Theodect. ap. Arist.Rh.1399b4, cf. Men. Per.Fr.1: also strictly in sense of Med., effect for oneself, gain one's point, Hdt.9.41; τὸ ἴδιον Antipho 5.61; φιλίαν δ. πρός τινα X.An.7.3.16; πλοῖα παρά τινος ib.6.2.17: c. inf., δ. τῶν ἀγγέλων γενέσθαι Pl.R. 360a; δ. ὥστε followed by inf., Lys.16.15, Pl.Grg. 478e, by ind., X.An.4.2.23; δ. μὴ καίειν ib.3.5.5.
2 Med., get for oneself, obtain, πλοῖα ib.6.2.17, cf. 3.2.29.
III make an end of, destroy, in Pass., A.Pers.260(lyr.), al., S.Tr.784, E.Hel.858; διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων Plu.Fab.5.
IV Med., intrigue successfully, Aeschin. 3.232 (so in Act., διαπρήσσει· ἀπατᾶ, ψεύδεται, Hsch.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω, jón. -πρήσσω Il.2.785, 3.14, Thgn.553, Hp.Vict.2.40
A c. idea de llegar hasta el final
I esp. ép. y v. act. atravesar, recorrer hasta el final en el espacio c. gen. πεδίοιο Il.ll.cc., c. ac. οἵ κέ μοι ... διαπρήσσωσι κέλευθον (los compañeros) que recorran conmigo el camino, Od.2.213, cf. 429, Thgn.l.c., Q.S.9.443, θῦνε διαπρήσσουσ' ἁλιμυρέα κύματα πόντου Orph.A.630, cf. 1242, 1346
tb. en v. med. διαπραξάμενος ἥδιον βίον tras pasar una vida placentera Alex.264.2
fig. εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ ni en todo un año terminaría de contarte los sufrimientos de mi alma, Od.14.197.
II destruir esp. trág., en v. pas. πάντα γ' ἔστ' ἐκεῖνα διαπεπραγμένα A.Pers.260, ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ A.Ch.880, στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης A.Ch.1008, cf. S.Tr.784, E.Hel.858, 1177, Io 353, διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων los asuntos cartagineses están perdidos Plu.Fab.5.
B en rel. c. la acción
I intr.
1 actuar c. περί: περί τ' ἀνθρώπων φανέρ' ὡς τελέως διαπράσσουσιν A.Eu.953
en v. med. καλῶς διαπράττοιτο tendría éxito D.Chr.68.6, c. pred. μισόλογον ... διαπράττεσθαι actuar como enemigo de la ciencia Eun.VS 481
c. ὥστε actuar de forma que διεπραξάμην ὥστε τῆς πρώτης τεταγμένος μάχεσθαι Lys.16.15, δ. ὥστε μήτε νουθετεῖσθαι μήτε κολάζεσθαι Pl.Grg.478e, διεπράξαντο ὥστε ... ἀπέδοσαν τὸν ἡγεμόνα X.An.4.2.23, cf. Antipho 5.17.
2 tener éxito διαπράττουσσι obtienen logros en los negocios Ar.Eq.93, ἑτέρῳ διαπράξειν ἤλπιζεν D.C.40.60.2
tb. en v. med. διαπραξάμενος ὕστερον ἐξῆλθε (ἐκ τῆς εἱρκτῆς) Th.1.131
tener éxito ante alguien, c. πρός: ἐπειδὴ δὲ πρὸς τοὺς παρὰ Σατύρου διεπραξάμην Isoc.17.8
fig. ἡ τοιαύτη μᾶζα διαπρήσσεται un pan de cebada así es eficaz Hp.l.c.
3 en v. med. negociar, tratar δι' ἑρμηνέων Hdt.4.24, cf. 9.41, πρός τινα τῶν πόλεων Pl.Hp.Ma.281a, πρὸς τὸν Σεύθην περὶ σπονδῶν X.An.7.4.12, ἐν ἀπορρήτοις D.S.18.65
intrigar part. subst. ὁ διαπραξάμενος el que ha intrigado para sí Aeschin.3.232.
II tr.
1 realizar, llevar a cabo πάντα διαπρήξει Hdt.3.61, cf. Ar.Pl.217, μηδὲν ἔργον ὀξέως διαπρήξῃ Hp.Acut.(Sp.) 43, en v. pas. ἐπ' ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς κείνῃ por lo bien que le han salido las cosas A.Ch.739
abs. llevar a término, solucionar προέθεσαν ... διαπρῆξαι Hdt.9.94
en v. med. mism. sent. διαπρηξαμένους καὶ τἆλλα τῶν εἵνεκεν ἀπίκατο Hdt.1.2, cf. 2.2, τὰ δυνατά Th.5.89, cf. 7.40, Pl.Grg.479a, Ar.Lys.518, οὐδὲν καινόν D.35.1, cf. 26, ἔργον Is.11.31, Ph.2.28, τι καλὸν ἢ σεμνὸν Isoc.7.63, τοὺς ἐν τοῖς μισθοφόροις ἀνήκεστα διαπεπραγμένους a los que han llevado a cabo irreparables pérdidas Arist.Rh.1399b4, ἅπαντα ... ὅσ' ἐβουλήθησαν Din.1.97, πολλὰ καὶ ἄξια μνήμης Studies Hall 95 (Pisidia I a.C.), τὰ περὶ τὰς συνθήκας ... αἱ πρεσβεῖαι διεπράττοντο Plb.21.33.1, ἵνα <τι> κατὰ τοῦ δήμου διαπράξαιντο D.H.11.58, οὐδὲν μέγαν Str.4.5.3, Men.Per.Fr.3.3, τέχνας Luc.Par.20, τοῦτο Aesop.55, ταῦτα διαπραξάμενοι LXX 2Ma.10.38, ἢ οὐχὶ κατάρα ἀνδράσι ... ὄνων ἔργα ... διαπράττεσθαι; Cat.Eccl.Haun.12.54, τὰ τῶν ἐλευθέρων SB 13274.26 (VI d.C.), τὰ συνήθη POxy.128.11 (VI/VII d.C.)
abs. en v. med. ref. al acto sexual αὐτῷ ... προσπεσοῦσα διεπράξατο Plu.2.404a, cf. Ar.Ec.634.
2 lograr, conseguir c. inf. Σωκράτης ... διέπραττε τόν τε λύχνον ἀντιπροσενεγκεῖν τῷ Κριτοβούλῳ X.Smp.5.9, más frec. en v. med. πλοῖα X.An.6.2.17, πολλοῖς δὲ πολλὰ ... ἀγαθά X.Cyr.4.2.10, φιλίαν ... πρὸς Μήδοκον X.An.7.3.16, διαπεπραγμένος ἀπ' αὐτῶν ἅπερ ἐγώ Isoc.15.86, cf. 4.137, τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν Plb.2.43.5, τὴν κατάβασιν Luc.Nec.6, c. inf. διαπράξασθαι τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν βασιλέα Pl.R.360a, εἴ τις ... διαπράξαιτο μὴ διδόναι δίκην Pl.Grg.479a, διαπεπραγμένος ... παρὰ βασιλέως δοθῆναι αὐτῷ σῴζειν τοὺς Ἕλληνας X.An.2.3.25, ἃ γὰρ ὅτε ἐσπένδοντο διεπράττοντο X.An.3.5.5, cf. Plu.2.254a, Ach.Tat.2.15.1.

German (Pape)

[Seite 597] att. διαπράττω, ion. διαπρήσσω (s. πράσσω), hindurchdringen, hindurchkommen, durchmachen, vollenden, vollbringen. Homer: Odyss. 2, 213 ἄγε μοι δότε νῆα καὶ ἑταίρους, οἵ κέ μοι ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρήσσωσι κέλευθον, den Weg zurücklegen; Odyss. 2, 429 Iliad. 1, 483 von einem Schiff ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον; Iliad. 2, 785. 3, 14. 23, 364 μάλα δ' ὦκα (οἱ δ' ὦκα) διέπρησσον πεδίοιο, der genitiv. ist ein Homerischer genitiv. der Ergänzung, wie er bei nominibus überall, bei verbis von Homer ungleich häufiger als in der Artischen Prosa zur Anwendung gebracht wird, διαπράσσειν τοῦ πεδίου wie wenn man ἡ διάπραξις τοῦ πεδίου sagte; Aristarch faßte διαπράσσειν πεδίοιο = διαπράσσειν διὰ τοῦ πεδίου, Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 364 ὴ διπλῆ, ὅτι λείπει ἡ διά, διὰ πεδίου, vgl. Friedlaender Schematol. p. 26; mit particip. Iliad. 9, 326 ἤματα δ' αἱματόεντα διέπρησσον πολεμίζων; Odyss. 14, 197 ῥηιδίως κεν ἔπειτα καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ, ich würde in einem Jahre mit der Erzählung nicht durchkommen, zu Ende kommen. – Folgende: 1) durchmachen, vollenden, vollbringen; Her. 9, 94; Att., τί, Ar. Equ. 93 Plut. 217; Xen. Mem. 2, 3, 13; τινὶ ὧν δεῖται Cyr. 1, 4, 13. – Gew. im med., für sich durchsetzen, oft auch für Andere; bei Plat. nur so, theils absol., Phaedr. 256 c, theils c. acc., πάγκαλον πρᾶγμα Conv. 183 b; τὰ πάντα Gorg. 151 d, u. ä.; auch folgt μὴ διδόναι δίκην, Gorg. 479 a; ὥστε c. inf., Xen. Cyr. 7, 4, 9; Plat. Gorg. 478 e; auch διαπεπραγμένος τι, Din. 1, 97, wie Men. Perinth. fr. 1; u. Diphil. Stob. fl. 24, 1; διαπέπρακται, er hat ausgerichtet, Isocr. 4. 187; aber διαπέπρακται ὁ πόλεμος pass., Plut. Caes. 52. – Übh. = unterhandeln, δι' ἑρμηνέων, Her. 4, 24; πρός τινα, Plat. Hipp. mai. 281 a; περί τινος πρός τινα, mit Einem über etwas, Xen. An. 7, 4, 12; durchsetzen, erlangen, ἀγαθόν τινι παρά τινος. Is. 3, 20. – 2) die Tragg. brauchen es übertr. für tödten; στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch. Ch. 1008; vgl. Soph. Tr 784; Eur. Ion 358; διαπεπράγμεθα, wir sind zu Grunde gerichtet, es ist aus mit uns, Hel. 864; auch Sp., wie Plut. Fab. M. 5, διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων.

French (Bailly abrégé)

f. διαπράξω, etc.
I. accomplir jusqu'au bout, d'où
1 accomplir, achever : κέλευθον OD un trajet ; abs. δ. πεδίοιο IL accomplir un trajet à travers une plaine ; avec idée de temps ἤματα διέπρησσον πολεμίζων IL je passais les jours à combattre ; εἰς ἐνιαυτὸν οὔτι διαπρήξαιμι OD une année entière ne me suffirait pas pour dire;
2 accomplir, effectuer, réaliser;
3 achever, càd faire périr, tuer seul. au Pass. : διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων PLUT c'en est fait des Carthaginois;
II. tâcher d'accomplir, faire des efforts pour, machiner : τινί τι qch en faveur de qqn;
Moy. διαπράσσομαι;
1 accomplir, réaliser ; obtenir : τι παρά τινος qch de qqn ; avec μή et l'inf. faire en sorte que… ne;
2 tâcher d'accomplir, de réaliser ; négocier, traiter : δι' ἑρμηνέων HDT par interprètes ; περί τινος πρός τινα traiter une affaire avec qqn.
Étymologie: διά, πράσσω.

Russian (Dvoretsky)

διαπράσσω: атт. διαπράττω, эп.-ион. διαπρήσσω
1 тж. med. совершать, исполнять, осуществлять, делать (πάντα τινί Her.; ταῦτα Arph.; πάγκαλον πρᾶγμα Plat.; διαπέπρακται ὃ τῶν ἐκείνου προγόνων οὐδεὶς πώποτε Isocr.): εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔτι διαπρήξαιμι λέγων Hom. я и за целый год не смог бы пересказать; οἱ ἀνήκεστα διαπεπραγμένοι Arst. совершившие нечто непоправимое; τὰ χρηστήρια διαπρῆξαι Her. привести в исполнение веления оракула;
2 завершать путь, проходить (ἔνθα καὶ ἔνθα δ. κέλευθον Hom.): δ. πεδίοιο Hom. проходить равниной;
3 доводить до конца, оканчивать (διαπέπρακται ὁ πόλεμος Plut.);
4 заниматься делами, работать (πλουτοῦσι, διαπράττουσι, εὐδαιμονοῦσιν Arph.);
5 (о времени) проводить: ἤματα διέπρησσον πολεμίζων Hom. дни я проводил в битвах;
6 med. добиваться, достигать: πολλὰ δόντες δῶρα διεπράξαντο ὥστε … Xen. многочисленными подарками они добились того, что …; δ. τι παρά τινος Xen., Isocr. получить что-л. у кого-л.; διαπράξεσθαι τὴν εἰρήνην Plut. добиться заключения мира; διεπράξατο οἰς Ἥπειρον ἀποσταλῆναι Plut. он добился своей отправки в Эпир;
7 med. вести переговоры, договариваться (πρός τινα περί τινος Xen.; δι᾽ ἑρμηνέων Her.);
8 pass. гибнуть (στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch.; τοῦ μὲν νοσοῦντος, τοῦ δὲ διαπεπραγμένου Soph.): διαπεπράγμεθα Eur. мы погибли; διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων Plut. конец пришел карфагенскому государству.

Greek (Liddell-Scott)

διαπράσσω: Ἀττ. –ττω, Ἰων. –πρήσσω· μέλλ. –πράξω· - διέρχομαι, ὡς τὸ διαπεράω, μετὰ γεν., διέπρησσον πεδίοιο, ἐμπορεύοντο διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, διήρχοντο τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Β.785, Γ. 14· ὡσαύτως, οἵ κε… διαπρήσσωσι κέλευθον, ἵνα τελειώσωσι τὸν δρόμον των, Ὀδ. Β. 213, πρβλ. 429· - ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου μετὰ μετοχ., ἤματα… διέπρησσον πολεμίζων, διηρχόμην ἡμέρας πολεμῶν, Ἰλ. Ι. 326· εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔτι διαπρήξαιμι λέγων, δὲν ἤθελον τελειώσει ὁμιλῶν…, Ὀδ. Ξ. 197· ―οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ διαπραξάμενος βίον Ἄλεξ. Ἀδήλ.34·―ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, ἴδε πράσσω Ι. ΙΙ. φέρω εἰς πέρας,ἐκτελῶ,κατορθώνω, Ἡρόδ.9.94.δ.τινί τι ὁ αὐτ.3.61, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 953· δ. τινί, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 5, 9· ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 93. ― Παθ., ἐπ’ ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς Αἰσχύλ. Χο. 739· ― συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 1. 2., 2. 2, Ἀριστοφ. Λυσ. 518, κτλ.· δι’ ἑρμηνέων Ἡρόδ. 4. 24· οὐδὲν καινὸν διαπράττονται Δημ. 923. 2· καὶ παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασίας, τὸ αὐτὸ διεπεπραγμένοι εἰσὶν Πλάτ. Γοργ. 479Α· πολλὰ παρὰ τοῦ πάππου ἀγαθὰ διεπέπρακτο Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10, πρβλ. Ἀν. 2. 3, 25· ὃ οὗτοι διαπεπραγμένοι εἰσὶ Δημ. 931 ἐν τέλ.· τοὺς ἀνήκεστα δ. Θεοδέκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 17· πρβλ. Μένανδ. Περινθ. 1· ― ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ μέσ. σημασ., κατορθώνω δι’ ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 9. 41· τὸ ἴδιον Ἀντιφῶν 136. 27· φιλίαν δ. πρός τινα Ξεν. Ἀν. 7. 3, 16· τι παρά τινος αὐτόθι 6. 2, 17· μετ’ ἀπαρ., κατορθώνω νὰ…, Πλάτ. Πολ. 360Α· δ. ὥστε, ἑπομένης ἀπαρ., Λυσ. 147. 11, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 23· δ. μὴ καίειν αὐτόθι 3. 5, 5· δ. ὅπως…, ἵνα… Πλατ. Γοργ. 479Α, κτλ. 2) ἐν μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, κτῶμαι, πλοῖα Ξεν. Ἀν. 6. 2, 17, πρβλ. 3. 2, 29. ΙΙΙ. φέρω εἰς τέλος, καταστρέφω, ἀποκτείνω, Λατ. conficere, κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 260 (ἴδε Blomf.), ὁ αὐτ. Χο. 880, 1008, Σοφ. Τρ. 784, Εὐρ. Ἑλ. 858.

Greek Monolingual

βλ. διαπράττω.

Greek Monotonic

διαπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -πράξω,
I. διέρχομαι, με γεν. διέπρησσον πεδίοιο, πορεύονταν μέσα από την πεδιάδα, διέσχιζαν την πεδιάδα, της Ομήρ. Ιλ.· επίσης, δ. κέλευθον, ολοκληρώνω το ταξίδι, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης λέγεται για χρόνο, με μτχ., ἤματα διέπρησσον πολεμίζων, περνούσαν οι μέρες πολεμώντας στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· διαπρήξαιμι λέγων, ήθελε να τελειώσει λέγοντας, σε Ομήρ. Οδ.
II. πραγματοποιώ, κατορθώνω, εκτελώ, τακτοποιώ, σε Ηρόδ.· δ. τί τινι, εκτελώ μια πράξη για χάρη κάποιου, στον ίδ.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, σε Πλάτ. κ.λπ.· με τη στενή έννοια της Μέσ., κατορθώνω για τον εαυτό μου, κερδίζω, έχω σκοπιμότητα, επωφελούμαι, σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., κατορθώνω να, στον ίδ.
III. φέρνω σε τέλος, καταστρέφω, αποκτείνω, Λατ. conficere, στη μτχ. Παθ. παρακ. διαπεπραγμένος, σε Τραγ.

Middle Liddell

ionic -πρήσσω fut. -πράξω
I. to pass over, c. gen., διέπρησσον πεδίοιο they made their way over the plain, Il.; also, δ. κέλευθον to finish a journey, Od.:—also of time, c. part., ἤματα διέπρησσον πολεμίζων went through days in fighting, Il.; διαπρήξαιμι λέγων should finish speaking, Od.
II. to bring about, accomplish, effect, settle, Hdt.; δ. τί τινι to get a thing done for a man, Hdt.: —so in Mid., Hdt.; perf. pass. in mid. sense, Plat., etc.:—strictly in sense of Mid., to effect for oneself, gain one's point, Hdt., Xen.: c. inf. to manage that, Xen.
III. to make an end of, destroy, slay, Lat. conficere, in part. perf. pass. διαπεπραγμένος, Trag.

Lexicon Thucydideum

transigere, conficere, to settle, accomplish, 1.87.3, 1.131.2, 3.82.8, 4.29.1, 5.89.1,
curare, to take care of, 7.40.2.