συμμετρέω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "( " to "(")
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμμετρέω, Att. ook ξυμμετρέω [σύμμετρος] meestal med. afmeten (aan), (door vergelijking met...) meten of berekenen:; τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης het uur van de dag Hdt. 4.158.2; met dat.:; μ’(ε ) ἦμαρ... ξυμμετρούμενον χρόνῳ als ik de dag vergelijk met de tijd (d.w.z. als ik uitreken welke dag het is en hoeveel tijd er voorbij is gegaan) Soph. OT 73; med.-pass. proportioneel zijn (aan), in (juiste) verhouding zijn (met):. τῷ μακρῷ... συμμετρούμενος χρόνῳ (hij is gestorven) in overeenstemming met de lange tijd (die hij geleefd heeft) Soph. OT 963. toemeten, met dat. aan iem.; pass.. οἷς... ὁ βίος... ξυνεμετρήθη aan wie het leven is toegemeten Thuc. 2.44.1.
|elnltext=συμμετρέω, Att. ook ξυμμετρέω [σύμμετρος] meestal med. afmeten (aan), (door vergelijking met...) meten of berekenen:; τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης het uur van de dag Hdt. 4.158.2; met dat.:; μ’(ε) ἦμαρ... ξυμμετρούμενον χρόνῳ als ik de dag vergelijk met de tijd (d.w.z. als ik uitreken welke dag het is en hoeveel tijd er voorbij is gegaan) Soph. OT 73; med.-pass. proportioneel zijn (aan), in (juiste) verhouding zijn (met):. τῷ μακρῷ... συμμετρούμενος χρόνῳ (hij is gestorven) in overeenstemming met de lange tijd (die hij geleefd heeft) Soph. OT 963. toemeten, met dat. aan iem.; pass.. οἷς... ὁ βίος... ξυνεμετρήθη aan wie het leven is toegemeten Thuc. 2.44.1.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συμμετρῶ]], [[συμμετρέω]], ΝΜΑ [[σύμμετρος]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον ή [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] την [[αναλογία]] ενός πράγματος σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[μετρώ]] [[κάτι]] συγκριτικά με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ. και παθ.) [[συμμετροῦμαι]], [[συμμετρέομαι]]<br />α) [[συμπεραίνω]], [[υπολογίζω]] («ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων» — υπολόγισαν το ύψος του τείχους [[αφού]] μέτρησαν τις σειρές τών πλίνθων, <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[περιορίζω]], [[μετριάζω]].
|mltxt=[[συμμετρῶ]], [[συμμετρέω]], ΝΜΑ [[σύμμετρος]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον ή [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] την [[αναλογία]] ενός πράγματος σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[μετρώ]] [[κάτι]] συγκριτικά με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ. και παθ.) [[συμμετροῦμαι]], [[συμμετρέομαι]]<br />α) [[συμπεραίνω]], [[υπολογίζω]] («ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων» — υπολόγισαν το ύψος του τείχους [[αφού]] μέτρησαν τις σειρές τών πλίνθων, <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[περιορίζω]], [[μετριάζω]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[commetiri]]'', to [[measure together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.20.3/ 3.20.3],<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.44.1/ 2.44.1].
}}
}}