3,273,735
edits
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
(CSV import) |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ystereo | |Transliteration C=ystereo | ||
|Beta Code=u(stere/w | |Beta Code=u(stere/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span>fut. ὑστερήσω LXXPs.83(84).12, al.: aor. ὑστέρησα (freq. with [[varia lectio|v.l.]] ὑστέρισα) [[Herodotus|Hdt.]]1.70, etc.: pf. ὑστέρηκα [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.47, Ep.Hebr.4.1: plpf. ὑστερήκειν Th.3.31:—Pass., aor. ὑστερήθην 2 Ep.Cor.11.9, J.AJ15.6.7: ([[ὕστερος]]):—to [[be behind]] or [[be later]], [[come late]], opp. [[προτερέω]] or [[φθάνω]], ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες [[Herodotus|Hdt.]]1.70, cf. E.Ph.976, X.HG 5.1.3, Pl.Grg.447a: c. dat. modi, ὑ. τῇ διώξει Th.1.134; τῇ βοηθείᾳ D.59.3: simply, [[occur later]], of [[thunder]] after [[lightning]], Epicur.Ep.2p.46U.<br><span class="bld">II</span> c. gen. rei, [[come later than]], [[come too late for]], [[ὑστέρησαν]] ([[varia lectio|v.l.]] [[ὑστέρισαν]]) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day [[after]] the [[appoint]]ed day, [[Herodotus|Hdt.]]6.89; ὑ. τῆς μάχης ἡμέραις (sic leg. cum cod.C''1'', pro ἡμέρας) πέντε came too [[late]] [[for]] the [[battle]] by [[five]] [[day]]s, X.An.1.7.12; ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ Th.8.44; ὑ. δείπνου Amphis 39; ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had [[come]] too [[late]] to [[save]] [[Mytilene]], Th.3.31; ὑ. τῆς πατρίδος [[fail to assist]] it, X.Ages.2.1; τῶν λέμβων ὑ. [[miss]] them, Plb.5.101.4; τῶν καιρῶν Arist.SE175a26; τῆς ἐργασίας PCair.Zen. 25.12 (iii B. C.); ταύτης [τῆς ὥρας] Gal.7.362; τῆς βοηθείας [[Diodorus Siculus|D.S.]] 13.110.<br><span class="bld">2</span> c. gen. pers., [[come after]] him, ὑ. εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου X.HG3.5.25: also c. dat., [[come too late for]] him, Th.7.29.<br><span class="bld">3</span> ὑ. ἔς τι Hp.Epid.6.7.3.<br><span class="bld">III</span> metaph., [[lag behind]], [[be inferior to]], τῶν . . ἀποστόλων 2 Ep.Cor.11.5; ἐμπειρίᾳ ὑ. τῶν ἄλλων Pl.R.539e; μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑ. ib.484d; ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ LXXPs.38(39).5.<br><span class="bld">2</span> [[fall below]], [[fail to do justice to]] a [[theme]], ὑστερήσας οὐδὲν τῆς τέχνης Luc.Par.60.<br><span class="bld">IV</span> [[fail to obtain]], [[lack]], τἀγαθοῦ Clearch.Com.3.5; τοῦ δικαίου PEnteux.86.11 (iii B. C.); ξύλων ἀκανθίνων οὐχ ὑστεροῦσι, ἀλλ' ἢ ἔχουσιν ἱκανά PCair.Zen. 270.5 (iii B. C.):—Med. (with aor. Pass.), ὑστερεῖσθαί τινος [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.71, Ep.Rom.3.23, J.AJ15.6.7, PMasp.2 iii 14 (vi A. D.); ὑστερηθεὶς τῆς ὁράσεως having [[lost]] his [[sight]], PLond.5.1708.85 (vi A. D.); δάνιον δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἂν ἐπιδέηται καὶ καθ' ὅσον ὑστερεῖται [[LXX]] De.15.8 (cod. A); in fut. Med., παιδὸς ὑστερήσομαι (ἐστερήσομαι corr. Reiske) E.IA 1203.<br><span class="bld">2</span> abs., [[fail]], [[come to grief]], Phld.Oec.p.50 J.; [[fall short of supplies]], ἵνα μηθὲν ὑστερῇ τὰ ἐλαιούργια PHib.1.43.6 (iii B. C.):—Med., to [[be in want]], Ev.Luc. 15.14, 1 Ep.Cor.8.8; pf. part. [[ὑστερημένοι]] = [[those who have failed]], Phld.Herc.1457.9.<br><span class="bld">V</span> of things, [[fail]], [[be wanting]], Dsc.5.75.13, Ev.Jo.2.3; ἕν σε ([[varia lectio|v.l.]] σοι) ὑστερεῖ Ev.Marc. 10.21; ὡς μὴ [[ὑστερεῖν]] τι ὑμῖν τῶν ὑπαρχόντων δικαίων BGU1074.7 (iii A. D.).—Cf. [[ὑστερίζω]] throughout. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ὑστερῶ]] :<br /><i>f.</i> ὑστερήσω, <i>ao.</i> ὑστέρησα, <i>pf.</i> ὑστέρηκα;<br /><i>Pass. seul. ao.</i> ὑστερήθην;<br />être en arrière, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[venir trop tard]], [[être en retard]] ; ὑστερεῖν τινος εἰς τόπον XÉN arriver après qqn dans un lieu ; ὑ. μάχης XÉN n'arriver qu'après le combat;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être en arrière de : τινος être inférieur à qqn ; ἔν τινι en qch ; τινί τινος à qqn en qch;<br /><b>3</b> être en arrière de, manquer de, gén.;<br />[[NT]]: manquer, se trouver dans le besoin.<br />'''Étymologie:''' [[ὕστερος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ὑστερεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑστερέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[приходить]] (слишком) поздно, опаздывать Her., Xen., Plat.: ἢν δ᾽ ὑστερήσῃς, οἰχόμεσθα Eur. если ты опоздаешь, мы пропали; ὑστερῆσαί τινος εἰς Ἁλίαρτον Xen. прибыть в Галиарт позднее кого-л.; ὑ. τῇ βοηθείᾳ Dem. и τῆς βοηθείας Diod. опаздывать с помощью; οὐχ ὡς ὑστερήσειε τῆς πατρίδος προεθυμεῖτο Xen. он не желал опоздать с помощью родине; ὑστερῆσαι ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης Her. опоздать на один день против назначенного срока; ὑστερῆσαι τῆς μάχης ἡμέραις [[πέντε]] Xen. прийти пять дней спустя после битвы; ὑστερῆσαι τῇ διώξει Thuc. отстать в погоне, не догнать; ὑστερῆσαί τινι Thuc. не застать (уже) кого-л.;<br /><b class="num">2</b> [[упускать]], [[пропускать]] (τῶν καιρῶν Arst.): ὑ. [[οὐδέν]] τινος Luc. не пропускать ничего из чего-л.;<br /><b class="num">3</b> [[отставать]], [[уступать]], [[быть ниже]] (τινός τινι или ἔν τινι Plat.);<br /><b class="num">4</b> [[недоставать]], [[не хватать]] (τινι NT);<br /><b class="num">5</b> med.-pass. [[ощущать недостаток]], [[нуждаться]] (τινος Diod. и ἔν τινι NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑστερέω''': μέλλ. -ήσω, Ἑβδ. ἀόρ. ὑστέρησα ([[συχνάκις]] μετὰ διαφόρ. γραφῆς ὑστέρισα) Ἡρόδ., κλπ.· πρκμ. ὑστέρηκα Διόδ. 15. 47, Καιν. Δ.· ὑπερσ. ὑστερήκειν Θουκ. 3. 31· ― Παθ., ἀόρ. ὑστερήθην Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 8, Ἰώσηπος ([[ὕστερος]]). Μένω [[ὀπίσω]] ἢ [[ἔρχομαι]] ἀργότερα, καθυστερῶ, ἀντίθετ. τῷ [[προτερέω]] καὶ τοῦ [[φθάνω]]· ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Ἡρόδ. 1. 70, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 976, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3, Πλάτ. Γοργ. 447C· μετὰ δοτ. τρόπου ἢ τοῦ κατὰ τί, ὑστ. τῇ διώξει Θουκ. 1. 134· τῇ βοηθείᾳ Δημ. 1346. 9. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., [[ἔρχομαι]] βραδύτερόν τινος, ἀργότερον ἢ ὅσον ἔπρεπεν, ὑστέρησαν (διάφορ. γραφ. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης, ἦλθον κατὰ μίαν ἡμέραν ἀργότερον τῆς προσδιορισθείσης ἡμέρας, Ἡρόδ. 6. 89· Ἀβροκόμας δὲ ὑστέρησε τῆς μάχης [[πέντε]] ἡμέραις, ἦλθε [[πέντε]] ἡμέρας [[ὕστερον]] ἀπὸ τὴν μάχην (οὕτω, [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -ρας), Ξεν. Ἀν. 1. 7, 12· ὑστ. δείπνου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 3· [[ἐπειδὴ]] τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, εἶχε φθάσει ἀργὰ πρὸς σωτηρίαν τῆς Μ., Θουκ. 3, 31· ὑστ. τῆς πατρίδος, ἀδυνατῶ νὰ ὑπερασπίσω αὐτὴν, Ξεν. Ἀγησ. 2. 1· ὑστ. τῶν λέμβων, δὲν [[προφθάνω]] αὐτάς, Πολύβ. 5. 101, 4· τῶν καιρῶν Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 16. 5· τῆς βοηθείας Διόδ. 13. 110· ὑστερήσας οὐδὲν τῆς [[σεαυτοῦ]] τέχνης Λουκ. Παράσ. 60. 2) μετὰ γεν. προσ., [[ἔρχομαι]] κατόπιν τινός, ὑστ. τινὸς εἰς τόπον Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 25· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., [[ἔρχομαι]] παρὰ πολὺ ἀργὰ διά τινα ἄνθρωπον, Θουκ. 7. 29· ― [[ὡσαύτως]], ὑστ. ἔς τι Ἱππ. 1194Η (ἐκ διορθώσεως τοῦ Littré). III. μεταφορ., δὲν [[φθάνω]] τινά, εἶμαι κατώτερός τινος, μετὰ γεν., Δημ. 447. 25, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 5· ὑστ. τινὸς ἐμπειρίᾳ Πλάτ. Πολ. 539Ε· μηδ’ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑστ. [[αὐτόθι]] 484D. IV. διατελῶ ἐν στερήσει τινός, δὲν κατορθώνω νὰ ἐπιτύχω τι, ὑστεροῦμεν τἀγαθοῦ Κλέαρχος ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν «Κορινθίοις» 1· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑστερεῖσθαί τινος Διόδ. 18. 71, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 6, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. μέλλ. ὑστερήσομαι παιδὸς (ὁ Pors. γράφει ἐστερήσομαι, ὁ δὲ Herm. ἧς στερήσομαι) Ψευδευρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1203. 2) ἀπολ., διατελῶ ἐν στερήσει, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. ιε΄, 14, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 8. V. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐλλείπω]], δὲν [[ὑπάρχω]], [[ἐπιλείπω]], δὲν ἀρκῶ, Λατ. deficere, Διοσκ. 5, 86, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 3· ἕν σοι ὑστερεῖ Εὐαγγέλ. κατὰ Μάρκον Ι΄, 21. ― πρβλ. [[ὑστερίζω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389. | |lstext='''ὑστερέω''': μέλλ. -ήσω, Ἑβδ. ἀόρ. ὑστέρησα ([[συχνάκις]] μετὰ διαφόρ. γραφῆς ὑστέρισα) Ἡρόδ., κλπ.· πρκμ. ὑστέρηκα Διόδ. 15. 47, Καιν. Δ.· ὑπερσ. ὑστερήκειν Θουκ. 3. 31· ― Παθ., ἀόρ. ὑστερήθην Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 8, Ἰώσηπος ([[ὕστερος]]). Μένω [[ὀπίσω]] ἢ [[ἔρχομαι]] ἀργότερα, καθυστερῶ, ἀντίθετ. τῷ [[προτερέω]] καὶ τοῦ [[φθάνω]]· ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Ἡρόδ. 1. 70, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 976, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3, Πλάτ. Γοργ. 447C· μετὰ δοτ. τρόπου ἢ τοῦ κατὰ τί, ὑστ. τῇ διώξει Θουκ. 1. 134· τῇ βοηθείᾳ Δημ. 1346. 9. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., [[ἔρχομαι]] βραδύτερόν τινος, ἀργότερον ἢ ὅσον ἔπρεπεν, ὑστέρησαν (διάφορ. γραφ. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης, ἦλθον κατὰ μίαν ἡμέραν ἀργότερον τῆς προσδιορισθείσης ἡμέρας, Ἡρόδ. 6. 89· Ἀβροκόμας δὲ ὑστέρησε τῆς μάχης [[πέντε]] ἡμέραις, ἦλθε [[πέντε]] ἡμέρας [[ὕστερον]] ἀπὸ τὴν μάχην (οὕτω, [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -ρας), Ξεν. Ἀν. 1. 7, 12· ὑστ. δείπνου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 3· [[ἐπειδὴ]] τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, εἶχε φθάσει ἀργὰ πρὸς σωτηρίαν τῆς Μ., Θουκ. 3, 31· ὑστ. τῆς πατρίδος, ἀδυνατῶ νὰ ὑπερασπίσω αὐτὴν, Ξεν. Ἀγησ. 2. 1· ὑστ. τῶν λέμβων, δὲν [[προφθάνω]] αὐτάς, Πολύβ. 5. 101, 4· τῶν καιρῶν Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 16. 5· τῆς βοηθείας Διόδ. 13. 110· ὑστερήσας οὐδὲν τῆς [[σεαυτοῦ]] τέχνης Λουκ. Παράσ. 60. 2) μετὰ γεν. προσ., [[ἔρχομαι]] κατόπιν τινός, ὑστ. τινὸς εἰς τόπον Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 25· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., [[ἔρχομαι]] παρὰ πολὺ ἀργὰ διά τινα ἄνθρωπον, Θουκ. 7. 29· ― [[ὡσαύτως]], ὑστ. ἔς τι Ἱππ. 1194Η (ἐκ διορθώσεως τοῦ Littré). III. μεταφορ., δὲν [[φθάνω]] τινά, εἶμαι κατώτερός τινος, μετὰ γεν., Δημ. 447. 25, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 5· ὑστ. τινὸς ἐμπειρίᾳ Πλάτ. Πολ. 539Ε· μηδ’ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑστ. [[αὐτόθι]] 484D. IV. διατελῶ ἐν στερήσει τινός, δὲν κατορθώνω νὰ ἐπιτύχω τι, ὑστεροῦμεν τἀγαθοῦ Κλέαρχος ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν «Κορινθίοις» 1· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑστερεῖσθαί τινος Διόδ. 18. 71, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 6, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. μέλλ. ὑστερήσομαι παιδὸς (ὁ Pors. γράφει ἐστερήσομαι, ὁ δὲ Herm. ἧς στερήσομαι) Ψευδευρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1203. 2) ἀπολ., διατελῶ ἐν στερήσει, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. ιε΄, 14, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 8. V. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐλλείπω]], δὲν [[ὑπάρχω]], [[ἐπιλείπω]], δὲν ἀρκῶ, Λατ. deficere, Διοσκ. 5, 86, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 3· ἕν σοι ὑστερεῖ Εὐαγγέλ. κατὰ Μάρκον Ι΄, 21. ― πρβλ. [[ὑστερίζω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὑστερῶ; 1st aorist ὑστέρησα; [[perfect]] ὑστέρηκα; [[passive]], [[present]] ὑστεροῦμαι; 1st aorist participle ὑστερηθείς; ([[ὕστερος]]);<br /><b class="num">1.</b> Active, "to be [[ὕστερος]] i. e. [[behind]]; i. e.<br /><b class="num">a.</b> to [[come]] [[late]] or [[too]] [[tardily]]" (so in [[secular]] authors from [[Herodotus]] | |txtha=ὑστερῶ; 1st aorist ὑστέρησα; [[perfect]] ὑστέρηκα; [[passive]], [[present]] ὑστεροῦμαι; 1st aorist participle ὑστερηθείς; ([[ὕστερος]]);<br /><b class="num">1.</b> Active, "to be [[ὕστερος]] i. e. [[behind]]; i. e.<br /><b class="num">a.</b> to [[come]] [[late]] or [[too]] [[tardily]]" (so in [[secular]] authors from [[Herodotus]] down): to be [[left]] [[behind]] in the [[race]] and so [[fail]] to [[reach]] the [[goal]], to [[fall]] [[short]] of the [[end]]; [[with]] [[ἀπό]] and the genitive indicating the [[end]], [[metaphorically]], [[fail]] to [[become]] a [[partaker]]: [[ἀπό]] τῆς [[χάριτος]], [[fall]] [[back]] (i. e. [[away]]) from; cf. Winer's Grammar, § 30,6b.; Buttmann, 322 f (276f) cf. § 132,5) (to be [[inferior]], in [[power]], [[influence]], [[rank]], L T Tr WH [[passive]], [[ὑστερουμένῳ]]); in [[virtue]], τί [[ἔτι]] ὑστερῶ; in [[what]] am I [[still]] [[deficient]] (A. V. [[what]] [[lack]] I [[yet]] (cf. Buttmann, § 131,10)), [[ἵνα]] [[γνῷ]] τί ὑστερῶ [[ἐγώ]], μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενί μέρει ἀρετῆς ὑστερουντας, [[Plato]], de rep. 6, p. 484d.); [[μηδέν]] or [[οὐδέν]] followed by a genitive (depending on the [[idea]] of [[comparison]] contained in the [[verb]] (Buttmann, § 132,22)) of the [[person]], to be [[inferior]] to (A. V. to be [[behind]]) [[another]] in [[nothing]], to [[fail]], be [[lacking]] (Dioscorides (100 A.D.>?) 5,86): Tdf.); ἕν [[σοι]] (T WH Tr marginal [[reading]] σε (cf. Buttmann, as [[above]])) ὑστερεῖ, to be in [[want]] of, [[lack]]: [[with]] a genitive of the [[thing]] (Winer's Grammar, § 30,6), Josephus, Antiquities 2,2, 1).<br /><b class="num">2.</b> Passive to [[suffer]] [[want]] (Winer's Grammar, 260 (244)): περισσεύειν, to [[abound]], τίνος, to be devoid (R. V. [[fall]] [[short]]) of, Diodorus 18,71; Josephus, Antiquities 15,6, 7); ἐν τίνι, to [[suffer]] [[want]] in [[any]] [[respect]], πλουτίζεσθαι ἐν τίνι, to [[lack]] (be [[inferior]]) in [[excellence]], [[worth]], opposed to περισσεύειν (A. V. to be the [[worse]] ... the [[better]]), [[ἀφυστερέω]].) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑστερέω:''' ([[ὕστερος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>ὑστέρηκα</i>, υπερσ. <i>ὑστερήκειν</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑστερήθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μένω]] [[πίσω]] ή [[έρχομαι]] αργότερα, [[καθυστερώ]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. πράγμ., [[έρχομαι]] αργότερα από, [[καθυστερώ]] για, <i>ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης</i>, προσήλθαν [[μία]] [[μέρα]] αργότερα της προκαθορισμένης μέρας, σε Ηρόδ.· <i>τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει</i>, είχε φθάσει [[αργά]] για την [[σωτηρία]] της Μυτιλήνης, σε Θουκ.· [[ὑστερέω]] τῆς πατρίδος, [[αδυνατώ]] να την υπερασπίσω, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[έρχομαι]] [[μετά]] από κάποιον, στον ίδ.· επίσης με δοτ., [[έρχομαι]] [[πάρα]] [[πολύ]] [[αργά]] για κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., δεν [[φθάνω]] κάποιον, είμαι [[κατώτερος]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ. κ.λπ. <b>IV.1.</b> είμαι [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]], δεν [[κατορθώνω]] να πετύχω [[κάτι]]· ομοίως και σε Μέσ., <i>ὑστερεῖσθαί τινος</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> απόλ., βρίσκομαι σε [[ανάγκη]] ή [[έλλειψη]], στερούμαι, στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[ελλιπής]], δεν [[επαρκώ]], Λατ. deficere, στο ίδ. | |lsmtext='''ὑστερέω:''' ([[ὕστερος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>ὑστέρηκα</i>, υπερσ. <i>ὑστερήκειν</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑστερήθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μένω]] [[πίσω]] ή [[έρχομαι]] αργότερα, [[καθυστερώ]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. πράγμ., [[έρχομαι]] αργότερα από, [[καθυστερώ]] για, <i>ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης</i>, προσήλθαν [[μία]] [[μέρα]] αργότερα της προκαθορισμένης μέρας, σε Ηρόδ.· <i>τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει</i>, είχε φθάσει [[αργά]] για την [[σωτηρία]] της Μυτιλήνης, σε Θουκ.· [[ὑστερέω]] τῆς πατρίδος, [[αδυνατώ]] να την υπερασπίσω, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[έρχομαι]] [[μετά]] από κάποιον, στον ίδ.· επίσης με δοτ., [[έρχομαι]] [[πάρα]] [[πολύ]] [[αργά]] για κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., δεν [[φθάνω]] κάποιον, είμαι [[κατώτερος]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ. κ.λπ. <b>IV.1.</b> είμαι [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]], δεν [[κατορθώνω]] να πετύχω [[κάτι]]· ομοίως και σε Μέσ., <i>ὑστερεῖσθαί τινος</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> απόλ., βρίσκομαι σε [[ανάγκη]] ή [[έλλειψη]], στερούμαι, στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[ελλιπής]], δεν [[επαρκώ]], Λατ. deficere, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὕστερος]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[behind]] or [[later]], [[come]] [[late]], Hdt., [[ | |mdlsjtxt=[[ὕστερος]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[behind]] or [[later]], [[come]] [[late]], Hdt., [[Attic]]<br /><b class="num">II.</b> c. gen. rei, to [[come]] [[later]] [[than]], [[come]] too [[late]] for, ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day [[after]] the appointed day, Hdt.; τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had [[come]] too [[late]] to [[save]] [[Mytilene]], Thuc.; ὑστ. τῆς πατρίδος to [[fail]] to [[assist]] it, Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. pers. to [[come]] [[after]] him, Xen.; also c. dat. to [[come]] too [[late]] for him, Thuc.<br /><b class="num">III.</b> metaph. to [[come]] [[short]] of, be [[inferior]] to, τινός Plat., etc.<br /><b class="num">IV.</b> to [[come]] [[short]] of, [[fail]] to [[obtain]]:—so in Mid., ὑστερεῖσθαί τινος NTest.<br /><b class="num">2.</b> absol. to be in [[want]], NTest.<br /><b class="num">V.</b> of things, to [[fail]], be [[wanting]], Lat. deficere, NTest. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':Østeršw 虛士帖雷哦<br />'''詞類次數''':動詞(16)<br />'''原文字根''':缺少 相當於: ([[חָדֵל]]‎) ([[חָסֵר]]‎)<br />'''字義溯源''':趕不上,次等的,有缺點的,缺少,缺欠,缺乏,虧缺,窮乏,窮苦,損,失,在⋯之下,用盡;源自([[ὕστερος]])=末後的),而 ([[ὕστερος]])出自([[ὑπό]])*=被)。比較: ([[λείπω]])=缺少<br />'''出現次數''':總共(16);太(1);可(1);路(2);約(1);羅(1);林前(3);林後(3);腓(1);來(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 趕不上了(1) 來4:1;<br />2) 是缺乏(1) 腓4:12;<br />3) 有缺乏(1) 林後11:9;<br />4) 受窮乏(1) 來11:37;<br />5) 失(1) 來12:15;<br />6) 我⋯之下(1) 林後12:11;<br />7) 我⋯趕不上(1) 林後11:5;<br />8) 有缺欠的(1) 林前12:24;<br />9) 損(1) 林前8:8;<br />10) 窮苦(1) 路15:14;<br />11) 還缺少(1) 可10:21;<br />12) 你們缺少(1) 路22:35;<br />13) 用盡了(1) 約2:3;<br />14) 缺乏(1) 林前1:7;<br />15) 虧缺了(1) 羅3:23;<br />16) 缺少(1) 太19:20 | |sngr='''原文音譯''':Østeršw 虛士帖雷哦<br />'''詞類次數''':動詞(16)<br />'''原文字根''':缺少 相當於: ([[חָדֵל]]‎) ([[חָסֵר]]‎)<br />'''字義溯源''':趕不上,次等的,有缺點的,缺少,缺欠,缺乏,虧缺,窮乏,窮苦,損,失,在⋯之下,用盡;源自([[ὕστερος]])=末後的),而 ([[ὕστερος]])出自([[ὑπό]])*=被)。比較: ([[λείπω]])=缺少<br />'''出現次數''':總共(16);太(1);可(1);路(2);約(1);羅(1);林前(3);林後(3);腓(1);來(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 趕不上了(1) 來4:1;<br />2) 是缺乏(1) 腓4:12;<br />3) 有缺乏(1) 林後11:9;<br />4) 受窮乏(1) 來11:37;<br />5) 失(1) 來12:15;<br />6) 我⋯之下(1) 林後12:11;<br />7) 我⋯趕不上(1) 林後11:5;<br />8) 有缺欠的(1) 林前12:24;<br />9) 損(1) 林前8:8;<br />10) 窮苦(1) 路15:14;<br />11) 還缺少(1) 可10:21;<br />12) 你們缺少(1) 路22:35;<br />13) 用盡了(1) 約2:3;<br />14) 缺乏(1) 林前1:7;<br />15) 虧缺了(1) 羅3:23;<br />16) 缺少(1) 太19:20 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ῶ (=[[καθυστερῶ]], εἶμαι [[κατώτερος]]). Ἀπό τό [[ὕστερος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὑστεραῖος]], [[ὑστέρημα]], [[ὑστέρησις]], [[καθυστέρησις]], [[ὑστερητικός]], [[ὑστερίζω]], [[ὑστέρα]] (=[[μήτρα]]), [[ὑστερικός]], [[ὑστέρως]], [[ὑστεροβουλέω|ὑστεροβουλῶ]]. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[tardius venire]]'', to [[come too late]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.134.2/ 1.134.2],<br>''[[tardius insequnti sunt]].'', [[they followed up more slowly]]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.31.2/ 3.31.2],<br>''[[ad Mytilenae auxilium]]'', [[as aid for Mytilene]]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.29.1/ 7.29.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.44.3/ 8.44.3], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ὑστερίσαντες] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.100.4/ 8.100.4]. | |||
}} | }} |