3,273,773
edits
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pappos | |Transliteration C=pappos | ||
|Beta Code=pa/ppos | |Beta Code=pa/ppos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[grandfather]], [[Herodotus|Hdt.]]3.55, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''447, ''Nu.''65, And.3.6; π. καὶ πάππου πατήρ [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''856d; <b class="b3">π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός</b> on the mother's or father's side, ibid., cf. ''CIG''1628, 3332, Poll.3.16: in plural, [[grandparents]], ''CIG''2837b (p.1117); also, generally, [[ascendants]], [[ancestors]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''174e; <b class="b3">ἐπὶ πάππους δύο ἢ τρεῖς ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην]</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1275b24; εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος D.H.4.47; φυσάτω πάππους παρ' ἡμῖν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''765, with pun on signf. ''III'', cf. Sch. ad loc.<br><span class="bld">2</span> a character in Com. dramas, ''Pantaloon'', Poll.4.143.<br><span class="bld">II</span> [[down on the seeds]] of certain plants, γραίας ἀκάνθης π. [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''868; π. ἀπ' ἀκάνθης Eub.107.19: pl., [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''37, Arat.921, Dsc.4.96, ''Alex.''33; = [[ἀκανθίς]] II, Plin.''HN''25.168.<br><span class="bld">2</span> [[first down on the chin]], opp. [[μύσταξ]], Ruf.''Onom.''49, Poll.2.80, Eust.1353.57, Suid.<br><span class="bld">III</span> a small bird in whose nest the cuckoo lays (cf. [[ὑπολαΐς]]), Ael.''NA''3.30, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''766. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0466.png Seite 466]] ὁ (vgl. [[πάππας]]), 1) der [[Großvater]], vorzugsweise mütterlicher Seits; Ar. Equ. 447 Nubb. 63 u. A.; [[πάππος]] ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός, Plat. Legg. IX, 856 d; bei Poll. 3, 16. 18 [[πάππος]] ἐκ πατρὸς καὶ μητρός. – Auch in weiterer Ausdehnung, πάππων καὶ προγόνων μυριάδες ἑκάστῳ γεγόνασιν ἀναρίθμητοι, Plat. Theaet. 175 a; δύο πάπποι ἢ [[τρεῖς]], Ahnen, Arist. pol. 3, 2; εἰς τρίτον πάππον, D. Hal. 4, 47. – 2) ein Vogel, vielleicht die Grasmücke, Ael. H. A. 3, 30. – 3) die Federkrone, der haarige Saamen der Pflanzen, die zu den compositae gehören, welche, wenn die Pflanze abblüht, der Wind fortführt, und welche die Kinder abzublasen pflegen; Soph. frg. 748; [[πάππος]] ἀπ' ἀκάνθης, Eubul. bei Ath. X, 450 b; γήρεια πάππου, Nic. Al. 126; Theophr. u. A. (s. [[γήρειον]]). – Wegen der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0466.png Seite 466]] ὁ (vgl. [[πάππας]]), 1) der [[Großvater]], vorzugsweise mütterlicher Seits; Ar. Equ. 447 Nubb. 63 u. A.; [[πάππος]] ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός, Plat. Legg. IX, 856 d; bei Poll. 3, 16. 18 [[πάππος]] ἐκ πατρὸς καὶ μητρός. – Auch in weiterer Ausdehnung, πάππων καὶ προγόνων μυριάδες ἑκάστῳ γεγόνασιν ἀναρίθμητοι, Plat. Theaet. 175 a; δύο πάπποι ἢ [[τρεῖς]], Ahnen, Arist. pol. 3, 2; εἰς τρίτον πάππον, D. Hal. 4, 47. – 2) ein Vogel, vielleicht die Grasmücke, Ael. H. A. 3, 30. – 3) die Federkrone, der haarige Saamen der Pflanzen, die zu den compositae gehören, welche, wenn die Pflanze abblüht, der Wind fortführt, und welche die Kinder abzublasen pflegen; Soph. frg. 748; [[πάππος]] ἀπ' ἀκάνθης, Eubul. bei Ath. X, 450 b; γήρεια πάππου, Nic. Al. 126; Theophr. u. A. (s. [[γήρειον]]). – Wegen der Ähnlichkeit das erste weiche, wollige Barthaar, Flaum, lanugo, VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> grand-père, aïeul ; οἱ πάπποι grands-parents ; ancêtres <i>en gén.</i><br /><b>2</b> sorte d'oiseau (fauvette ?).<br />'''Étymologie:''' [[πάππας]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάππος -ου, ὁ [~ πάππας] grootvader:; π. ὁ πρὸς πατρὸς ἢ μητρός grootvader van vaders- of moederskant Plat. Lg. 856d; plur. ook alg. voorouders. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάππος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[дед]] (π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[предок]], [[пращур]] (πάπποι καὶ πρόγονοι Plat.);<br /><b class="num">3</b> бот. [[пушистая семянка]] (ἀκάνθης Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάππος''': ὁ, (συγγενὲς τῷ [[πάππας]]) τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς [[πατήρ]], Ἡρόδ. 3. 55, Ἀριστοφ. Ἱππ. 447, Νεφ. 66, Ἀνδοκ. 24. 14· [[πάππος]] καὶ πάππου πατὴρ Πλάτ. Νόμ. 856D· π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρὸς [[αὐτόθι]], πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1628, 3332, Πολυδ. Γ΄, 16, 18· - ἐν τῷ πληθ., οἱ πρόγονοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2837 b (σ. 1116)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς προγόνου, ἐπὶ πάππους δύο ἢ [[τρεῖς]] ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· [[οὕτως]], εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος Διον. Ἁλ. 4. 47. 2) σατυρικὸν [[πρόσωπον]] ἐν κωμικῷ δράματι, [[ὡσαύτως]] Παπποσείληνος, Πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 142, κ.ἑξ. ΙΙ. χνοῶδες λεπτοφυὲς τριχωτὸν καὶ ὅμοιον πτίλῳ [[ἐξάνθημα]] γιγνόμενον ἐπὶ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, [[ὅπερ]] [[ὅταν]] ξηρανθῇ ἐκριπίζεται ὑπὸ ἀνέμων, ἢ [[γήρειον]] λευκῆς ἀκάνθης, γραίας ἀκάνθης π. Σοφ. Ἀποσπ. 748· π. ἀπ’ ἀκάνθης Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 19· ἐν τῷ πληθ., Θεοφρ. περὶ Σημείων ὑδάτ. κτλ. 2. 2, κτλ.· πρβλ. [[παπποσπέρματα]], ἴδε [[γήρειον]]. 2) αἱ πρῶται τρίχες τῶν γενείων, ἀντίθετον τῷ [[μύσταξ]], Πολυδ. Β΄, 80, Εὐστ. 1353. 57, Σουΐδ. ΙΙΙ. μικρὸν πτηνόν, ἄλλως [[ὑπολαΐς]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 30· [[ἐντεῦθεν]] τὸ λογοπαίγνιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 765, φυσάτω πάππους, παρ’ ἡμῖν, ἴδε Σχόλ. | |lstext='''πάππος''': ὁ, (συγγενὲς τῷ [[πάππας]]) τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς [[πατήρ]], Ἡρόδ. 3. 55, Ἀριστοφ. Ἱππ. 447, Νεφ. 66, Ἀνδοκ. 24. 14· [[πάππος]] καὶ πάππου πατὴρ Πλάτ. Νόμ. 856D· π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρὸς [[αὐτόθι]], πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1628, 3332, Πολυδ. Γ΄, 16, 18· - ἐν τῷ πληθ., οἱ πρόγονοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2837 b (σ. 1116)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς προγόνου, ἐπὶ πάππους δύο ἢ [[τρεῖς]] ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· [[οὕτως]], εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος Διον. Ἁλ. 4. 47. 2) σατυρικὸν [[πρόσωπον]] ἐν κωμικῷ δράματι, [[ὡσαύτως]] Παπποσείληνος, Πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 142, κ.ἑξ. ΙΙ. χνοῶδες λεπτοφυὲς τριχωτὸν καὶ ὅμοιον πτίλῳ [[ἐξάνθημα]] γιγνόμενον ἐπὶ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, [[ὅπερ]] [[ὅταν]] ξηρανθῇ ἐκριπίζεται ὑπὸ ἀνέμων, ἢ [[γήρειον]] λευκῆς ἀκάνθης, γραίας ἀκάνθης π. Σοφ. Ἀποσπ. 748· π. ἀπ’ ἀκάνθης Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 19· ἐν τῷ πληθ., Θεοφρ. περὶ Σημείων ὑδάτ. κτλ. 2. 2, κτλ.· πρβλ. [[παπποσπέρματα]], ἴδε [[γήρειον]]. 2) αἱ πρῶται τρίχες τῶν γενείων, ἀντίθετον τῷ [[μύσταξ]], Πολυδ. Β΄, 80, Εὐστ. 1353. 57, Σουΐδ. ΙΙΙ. μικρὸν πτηνόν, ἄλλως [[ὑπολαΐς]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 30· [[ἐντεῦθεν]] τὸ λογοπαίγνιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 765, φυσάτω πάππους, παρ’ ἡμῖν, ἴδε Σχόλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, [[πάπος]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πατέρας]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας σε [[σχέση]] με τα [[τέκνα]] τους, ο [[παππούς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πάπποι</i><br />οι πρόγονοι («ὡς | |mltxt=ο, ΝΜΑ, [[πάπος]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πατέρας]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας σε [[σχέση]] με τα [[τέκνα]] τους, ο [[παππούς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πάπποι</i><br />οι πρόγονοι («ὡς γενναῖός τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων ἀποφῆναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[λοφίο]] ή [[στεφάνη]] από λεπτοφυές και μαλλώδες [[χνούδι]] που αναπτύσσεται στο [[άκρο]] τών σπερμάτων ορισμένων [[φυτών]] της οικογένειας τών συνθέτων και [[μετά]] την [[ωρίμαση]] του καρπού διασπείρεται από τον άνεμο και λειτουργεί σαν [[αλεξίπτωτο]], εξασφαλίζοντας [[έτσι]] τον πολλαπλασιασμό του είδους, γνωστό [[σήμερα]] και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[κλέφτης]] («γραίας ἀκάνθης [[πάππος]] ὥς φυσώμενος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πάππου [[προς]] πάππου» — από παλαιά [[παράδοση]], [[κατά]] πατροπαράδοτο τρόπο, από τα πατρογονικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Πάππος</i><br />σατυρικό [[πρόσωπο]] σε κωμικό [[δράμα]]<br /><b>2.</b> (στον τ. [[πάπος]]) [[είδος]] αρωματικού λιβάνου<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[ακανθίς]]<br /><b>4.</b> το πρώτο [[χνούδι]] στο [[επάνω]] [[χείλος]] και στο [[πιγούνι]] τών εφήβων<br /><b>5.</b> το μικρό [[πτηνό]] [[υπολαΐς]], στη [[φωλιά]] του οποίου εναποθέτει ο [[κούκος]] τα αβγά του<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι γονείς του [[πατέρα]] ή της μητέρας, ο [[παππούς]] και η [[γιαγιά]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πάππας]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάππος:''' ὁ (συγγενές προς το [[πάππας]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παππούς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., οι παππούδες κάποιου, πρόγονοι, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μικρό πουλί, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πάππος:''' ὁ (συγγενές προς το [[πάππας]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παππούς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., οι παππούδες κάποιου, πρόγονοι, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μικρό πουλί, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πάππος]], ὁ, [[akin]] to [[πάππας]]<br /><b class="num">I.</b> a [[grandfather]], Hdt., Ar.: —in pl. one's [[grand]]-parents, ancestors, Arist.<br /><b class="num">II.</b> a [[little]] [[bird]], Ar. | |mdlsjtxt=[[πάππος]], ὁ, [[akin]] to [[πάππας]]<br /><b class="num">I.</b> a [[grandfather]], Hdt., Ar.: —in pl. one's [[grand]]-parents, ancestors, Arist.<br /><b class="num">II.</b> a [[little]] [[bird]], Ar. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[avus]]'', [[grandfather]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.43.2/ 5.43.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.54.6/ 6.54.6]. | |||
}} | }} |