πάππος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάππος Medium diacritics: πάππος Low diacritics: πάππος Capitals: ΠΑΠΠΟΣ
Transliteration A: páppos Transliteration B: pappos Transliteration C: pappos Beta Code: pa/ppos

English (LSJ)

ὁ,
A grandfather, Hdt.3.55, Ar.Eq.447, Nu.65, And.3.6; π. καὶ πάππου πατήρ Pl.Lg.856d; π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός on the mother's or father's side, ibid., cf. CIG1628, 3332, Poll.3.16: in plural, grandparents, CIG2837b (p.1117); also, generally, ascendants, ancestors, Pl.Tht.174e; ἐπὶ πάππους δύο ἢ τρεῖς ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Arist.Pol.1275b24; εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος D.H.4.47; φυσάτω πάππους παρ' ἡμῖν Ar.Av.765, with pun on signf. III, cf. Sch. ad loc.
2 a character in Com. dramas, Pantaloon, Poll.4.143.
II down on the seeds of certain plants, γραίας ἀκάνθης π. S.Fr.868; π. ἀπ' ἀκάνθης Eub.107.19: pl., Thphr. Sign.37, Arat.921, Dsc.4.96, Alex.33; = ἀκανθίς II, Plin.HN25.168.
2 first down on the chin, opp. μύσταξ, Ruf.Onom.49, Poll.2.80, Eust.1353.57, Suid.
III a small bird in whose nest the cuckoo lays (cf. ὑπολαΐς), Ael.NA3.30, Sch.Ar.Av.766.

German (Pape)

[Seite 466] ὁ (vgl. πάππας), 1) der Großvater, vorzugsweise mütterlicher Seits; Ar. Equ. 447 Nubb. 63 u. A.; πάππος ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός, Plat. Legg. IX, 856 d; bei Poll. 3, 16. 18 πάππος ἐκ πατρὸς καὶ μητρός. – Auch in weiterer Ausdehnung, πάππων καὶ προγόνων μυριάδες ἑκάστῳ γεγόνασιν ἀναρίθμητοι, Plat. Theaet. 175 a; δύο πάπποι ἢ τρεῖς, Ahnen, Arist. pol. 3, 2; εἰς τρίτον πάππον, D. Hal. 4, 47. – 2) ein Vogel, vielleicht die Grasmücke, Ael. H. A. 3, 30. – 3) die Federkrone, der haarige Saamen der Pflanzen, die zu den compositae gehören, welche, wenn die Pflanze abblüht, der Wind fortführt, und welche die Kinder abzublasen pflegen; Soph. frg. 748; πάππος ἀπ' ἀκάνθης, Eubul. bei Ath. X, 450 b; γήρεια πάππου, Nic. Al. 126; Theophr. u. A. (s. γήρειον). – Wegen der Ähnlichkeit das erste weiche, wollige Barthaar, Flaum, lanugo, VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 grand-père, aïeul ; οἱ πάπποι grands-parents ; ancêtres en gén.
2 sorte d'oiseau (fauvette ?).
Étymologie: πάππας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάππος -ου, ὁ [~ πάππας] grootvader:; π. ὁ πρὸς πατρὸς ἢ μητρός grootvader van vaders- of moederskant Plat. Lg. 856d; plur. ook alg. voorouders.

Russian (Dvoretsky)

πάππος:
1 дед (π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός Plat.);
2 предок, пращур (πάπποι καὶ πρόγονοι Plat.);
3 бот. пушистая семянка (ἀκάνθης Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

πάππος: ὁ, (συγγενὲς τῷ πάππας) τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς πατήρ, Ἡρόδ. 3. 55, Ἀριστοφ. Ἱππ. 447, Νεφ. 66, Ἀνδοκ. 24. 14· πάππος καὶ πάππου πατὴρ Πλάτ. Νόμ. 856D· π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρὸς αὐτόθι, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1628, 3332, Πολυδ. Γ΄, 16, 18· - ἐν τῷ πληθ., οἱ πρόγονοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2837 b (σ. 1116)· ὡσαύτως ἐπὶ παντὸς προγόνου, ἐπὶ πάππους δύο ἢ τρεῖς ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· οὕτως, εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος Διον. Ἁλ. 4. 47. 2) σατυρικὸν πρόσωπον ἐν κωμικῷ δράματι, ὡσαύτως Παπποσείληνος, Πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 142, κ.ἑξ. ΙΙ. χνοῶδες λεπτοφυὲς τριχωτὸν καὶ ὅμοιον πτίλῳ ἐξάνθημα γιγνόμενον ἐπὶ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, ὅπερ ὅταν ξηρανθῇ ἐκριπίζεται ὑπὸ ἀνέμων, ἢ γήρειον λευκῆς ἀκάνθης, γραίας ἀκάνθης π. Σοφ. Ἀποσπ. 748· π. ἀπ’ ἀκάνθης Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 19· ἐν τῷ πληθ., Θεοφρ. περὶ Σημείων ὑδάτ. κτλ. 2. 2, κτλ.· πρβλ. παπποσπέρματα, ἴδε γήρειον. 2) αἱ πρῶται τρίχες τῶν γενείων, ἀντίθετον τῷ μύσταξ, Πολυδ. Β΄, 80, Εὐστ. 1353. 57, Σουΐδ. ΙΙΙ. μικρὸν πτηνόν, ἄλλως ὑπολαΐς, Αἰλ. π. Ζ. 3. 30· ἐντεῦθεν τὸ λογοπαίγνιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 765, φυσάτω πάππους, παρ’ ἡμῖν, ἴδε Σχόλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, πάπος, Α
1. ο πατέρας του πατέρα ή της μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο παππούς
2. στον πληθ. οι πάπποι
οι πρόγονοι («ὡς γενναῖός τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων ἀποφῆναι», Πλάτ.)
3. λοφίο ή στεφάνη από λεπτοφυές και μαλλώδες χνούδι που αναπτύσσεται στο άκρο τών σπερμάτων ορισμένων φυτών της οικογένειας τών συνθέτων και μετά την ωρίμαση του καρπού διασπείρεται από τον άνεμο και λειτουργεί σαν αλεξίπτωτο, εξασφαλίζοντας έτσι τον πολλαπλασιασμό του είδους, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία κλέφτης («γραίας ἀκάνθης πάππος ὥς φυσώμενος», Σοφ.)
νεοελλ.
φρ. «πάππου προς πάππου» — από παλαιά παράδοση, κατά πατροπαράδοτο τρόπο, από τα πατρογονικά
αρχ.
1. ως κύριο όν. ὁ Πάππος
σατυρικό πρόσωπο σε κωμικό δράμα
2. (στον τ. πάπος) είδος αρωματικού λιβάνου
3. το φυτό ακανθίς
4. το πρώτο χνούδι στο επάνω χείλος και στο πιγούνι τών εφήβων
5. το μικρό πτηνό υπολαΐς, στη φωλιά του οποίου εναποθέτει ο κούκος τα αβγά του
6. στον πληθ. οι γονείς του πατέρα ή της μητέρας, ο παππούς και η γιαγιά μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πάππας, κατά τα αρσ. σε -ος].

Greek Monotonic

πάππος: ὁ (συγγενές προς το πάππας
I. παππούς, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., οι παππούδες κάποιου, πρόγονοι, σε Αριστ.
II. μικρό πουλί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πάππος, ὁ, akin to πάππας
I. a grandfather, Hdt., Ar.: —in pl. one's grand-parents, ancestors, Arist.
II. a little bird, Ar.

Lexicon Thucydideum

avus, grandfather, 5.43.2, 6.54.6.