3,274,916
edits
(6) |
|||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stratiotikos | |Transliteration C=stratiotikos | ||
|Beta Code=stratiwtiko/s | |Beta Code=stratiwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=στρατιωτική, στρατιωτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[soldiers]], ἔκπωμα Critias 34; οἰκήσεις [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 415e; [[σκηνή]] [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.39; [[ὅρκος]] D.H.6.23; ([[χρήματα]]) D.19.291; [[διδαχή]] ''BGU''140.15 (ii A.D.); βίος Gal.6.810; [[βαλλάντιον]] ''PSI''10.1128 (iii A.D.); [[τὸ στρατιωτικόν]] (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]) [[the pay of the forces]], D.13.4; but [[τὸ στρατιωτικόν]] (''[[sc.]]'' [[πλῆθος]]) the [[soldiery]], Th.8.83, ''UPZ''110.103 (ii B.C.), Hdn.1.5.8; [[τὰ στρατιωτικά]] (''[[sc.]]'' [[ἔργα]], [[πράγματα]]) = [[military affairs]], Pl.''Ion'' 540e, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.1.22; [[military funds]], <b class="b3">ὁ ταμίας τῶν στρατιωτικῶν</b> Arist.''Ath.''47.2, ''IG''22.1009.19, ''OGI''771.44 (Delos, ii B.C.); <b class="b3">ταμιεῖον ὃ καὶ στρατιωτικὸν ἐπωνόμασε</b>, = Lat. [[aerarium militare]], D.C.55.25.<br><span class="bld">II</span> [[fit for a soldier]], [[military]], like [[στρατεύσιμος]], στρατιωτικὴ [[ἡλικία]] = the [[military]] [[age]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.37; <b class="b3">φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικόν</b> a [[military]] [[friend]], Phoenicid. 4.5; [[νεανίσκος]] στρατιωτικός = [[serving in the army]], Gal.6.376. Adv. [[στρατιωτικῶς]], [[ζῆν]] Isoc. 12.79: Comp., of ships, <b class="b3">στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι</b> [[equip]]ped [[rather as troop-ships]], Th.2.83.<br><span class="bld">III</span> [[warlike]], [[soldier-like]], γένη [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1269b25, cf. Plb.22.22.3; στρατιωτικώτερος ἢ πολιτικώτερος Id.22.10.4; στρατιωτικὴ [[προπέτεια]], opp. στρατηγικὴ [[πρόνοια]], Id.3.105.9. Adv. [[στρατιωτικῶς]] = [[like a rude soldier]], [[brutally]], Id.21.38.2.<br><span class="bld">IV</span> στρατιωτικὰ φάρμακα, [[κολλύριον]], name of certain [[eyesalve]]s, Aët.7.79; [[stratioticum]], ''CIL''13.10021.199 (Gaul); <b class="b3">στρατικωτέραις ὕλαις</b> dub. cj. in Sever.''Clyst.''31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] zum Krieger od. Soldaten gehörig; [[ὅρκος]] στρ., der Soldateneid; zum Kriegsdienste tauglich, [[ἡλικία]], Xen. Cyr. 6, 2, 18; für Krieger brauchbar, οἰκήσεις, Plat. Rep. III, 415 e; – τὸ στρατιωτικόν, sc. [[πλῆθος]], die Kriegerschaar, das Heer, Thuc. 8, 83; – τὰ στρατιωτικά, sc. ἔργα, πράγματα, das Soldaten- od. Kriegswesen, Xen. Cyr. 2, 1, 12 Mem. 3, 5, 21, Plat. Ion 540 e; – χρήματα, Geld für das Heer, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] zum Krieger od. Soldaten gehörig; [[ὅρκος]] στρ., der Soldateneid; zum Kriegsdienste tauglich, [[ἡλικία]], Xen. Cyr. 6, 2, 18; für Krieger brauchbar, οἰκήσεις, Plat. Rep. III, 415 e; – τὸ στρατιωτικόν, ''[[sc.]]'' [[πλῆθος]], die Kriegerschaar, das Heer, Thuc. 8, 83; – τὰ στρατιωτικά, ''[[sc.]]'' ἔργα, πράγματα, das Soldaten- od. Kriegswesen, Xen. Cyr. 2, 1, 12 Mem. 3, 5, 21, Plat. Ion 540 e; – χρήματα, Geld für das Heer, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der θεωρικά, oft bei Dem. – Thuc. 2, 83 sagt οἱ Κορίνθιοι ἔπλεον μὲν οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι ἐς τὴν Ἀκαρνανίαν, mehr zum Landkriege; oft bei Sp., wie Pol., bei denen es auch zuweilen die Bdtg »nach roher Soldaten Weise« annimmt, ἐχρήσατο τῇ τύχῃ στρατιωτικῶς, Pol. 22, 21, 6. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> [[qui concerne le soldat]], [[de soldat]] ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ στρατιωτικόν (<i>s.e.</i> [[πλῆθος]]) l'armée, la soldatesque ; <i>ou</i> (<i>s.e.</i> [[ἀργύριον]]) la paye du soldat, la solde;<br /><b>2</b> τὰ στρατιωτικά (<i>s.e.</i> ἔργα) les exercices du soldat;<br /><b>II.</b> [[propre au métier de soldat]] ; στρατιωτικὴ [[ἡλικία]] XÉN âge du service militaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρατιώτης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρατιωτικός -ή -όν [στρατιά] soldaten-, van soldaten:; ἔκπωμα στρατιωτικόν soldatenbeker Critias B 34; σ. ἡλικία leeftijd voor militaire dienst Xen. Cyr. 6.2.37; σ. γένη soldatenvolkeren Aristot. Pol. 1269b25; subst..; τὸ στρατιωτικόν de soldaten Thuc. 8.83.3; subst. τὰ στρατιωτικά krijgszaken:; τὰ στρατιωτικὰ γιγνώσκεις je hebt verstand van krijgszaken Plat. Ion 540e; oorlogsbudget:; Dem. 19.291; adv. στρατιωτικῶς soldatesk, op de manier van soldaten, op militaire wijze, comp.. στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι eerder voorbereid op de wijze van een landleger (en niet van een vloot) Thuc. 2.83.3. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''στρᾰτιωτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[солдатский]] (οἰκήσεις Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[предназначенный для ведения войны]], [[военный]] (χρήματα Dem.);<br /><b class="num">3</b> [[военнообязанный]], [[годный для военной службы]] ([[ἡλικία]] Xen.);<br /><b class="num">4</b> [[воинственный]] (γένη Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στρατιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στρατιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική [[στολή]]» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[στρατιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στρατιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική [[στολή]]» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[στρατιωτικός]]<br />[[άτομο]] που υπηρετεί μόνιμα στον στρατό, [[ιδίως]] ξηράς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα στρατιωτικά</i><br />(ενν. <i>έργα</i> ή <i>πράγματα</i>) οι στρατιωτικές υποθέσεις, οι γνώσεις ή τα θέματα που [[είναι]] σχετικά με τον στρατό (α. «[[υπουργός]] στρατιωτικών» β. «καὶ ἐπιστήμονα τῶν στρατιωτικῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρατιωτικό</i><br />α) ο [[στρατός]] ή το στρατιωτικό [[επάγγελμα]]<br />β) η στρατιωτική [[θητεία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατιωτική [[διοίκηση]]» — [[άσκηση]] κρατικής εξουσίας από στρατιωτικούς<br />β) «[[στρατιωτικός]] [[νόμος]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[παρωχημένος]] [[χαρακτηρισμός]] του νόμου [[περί]] θέσεως μέρους ή συνόλου της χώρας σε [[κατάσταση]] πολιορκίας<br />γ) «στρατιωτικά δικαστήρια»<br /><b>(νομ.)</b> δικαστήρια που εκδικάζουν τις αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις στρατιωτικών [[κάθε]] βαθμού<br />δ) «στρατιωτικά εγκλήματα»<br /><b>(νομ.)</b> οι αξιόποινες πράξεις και παραλείψεις τών στρατιωτικών, τόσο τών μόνιμων όσο και τών επί [[θητεία]]<br />ε) «στρατιωτικές γέφυρες»<br />(στρ.-τεχνολ.) ειδικές γέφυρες, [[συνήθως]] προσωρινές και λυόμενες, [[δηλαδή]] γέφυρες που [[είναι]] δυνατόν να αποσυντεθούν [[χωρίς]] [[καταστροφή]] του μέγιστου μέρους τών τμημάτων τους και να επαναχρησιμοποιηθούν<br />στ) «στρατιωτικές ακαδημίες»<br /><b>στρ.</b> σχολές για την [[εκπαίδευση]] και την [[εκγύμναση]] τών αξιωματικών τών ενόπλων δυνάμεων<br />ζ) «στρατιωτική [[αστυνομία]]»<br /><b>στρ.</b> η [[στρατονομία]]<br />η) «στρατιωτική [[δικαιοσύνη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[σύνολο]] δικαιοδοτικών οργάνων, συνταγματικώς θεσμοθετημένων για τη [[διερεύνηση]], [[εκδίκαση]] και [[τιμωρία]] αξιόποινων πράξεων και παραλείψεων που διαπράττονται από άνδρες και γυναίκες τών Ενόπλων Δυνάμεων [[καθώς]] και το [[αποτέλεσμα]] της λειτουργίας τους<br />θ) «στρατιωτική [[θητεία]]» — το [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] [[πολίτης]] κατατάσσεται και υπηρετεί υποχρεωτικά στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας<br />ι) «στρατιωτική ιατρική»<br /><b>ιατρ.</b> η ιατρική ως [[σύνολο]] ειδικοτήτων που ασχολούνται με τα [[μέτρα]] για τη [[διατήρηση]], την [[προστασία]] και την [[αποκατάσταση]] της υγείας τών στρατιωτών υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες διαβίωσής τους<br />ια) «Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια» — εξάτομο εγκυκλοπαιδικό [[λεξικό]] και, ειδικότερα λεξικογραφικό [[αρχείο]] τών ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων<br />ιβ) «στρατιωτική [[μουσική]]» — [[μουσική]] γραμμένη [[κυρίως]] για πνευστά όργανα που προορίζεται για τις ποικίλες εκδηλώσεις της στρατιωτικής ζωής<br />ιγ) «στρατιωτικοί κανονισμοί» — βιβλία στα οποία αναφέρονται τα ισχύοντα διατάγματα, σύμφωνα με τα οποία στρατολογούνται οι στρατεύσιμοι της χώρας, εξετάζονται από υγειονομική [[πλευρά]], κατανέμονται σε ειδικότητες, κατατάσσονται στον στρατό, υπηρετούν και, [[τέλος]], απολύονται από τις τάξεις του ενεργού στρατού<br />ιδ) «στρατιωτικές οδοί»<br />(παλαιότερα) οδοί τις οποίες κατασκεύαζαν συμπληρωματικώς και χρησιμοποιούσαν για τη [[διευκόλυνση]] τών εκστρατειών<br />ιε) «στρατιωτικοί υπάλληλοι» — όλοι οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί όλων τών κλάδων τών ενόπλων δυνάμεων<br />ιστ) «στρατιωτικό ποινικό [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> το κωδικοποιημένο [[σύνολο]] τών ουσιαστικών και δικονομικών διατάξεων που αφορούν στην [[πρόβλεψη]], τη [[διαπίστωση]], την [[εκδίκαση]] και την [[τιμωρία]] τών στρατιωτικών εγκλημάτων<br />ιζ) «στρατιωτικό [[συμβούλιο]]»<br />(στρ. ποιν. δίκ.) δικαστικό [[συμβούλιο]] της στρατιωτικής δικαιοσύνης με ανακριτικές αρμοδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[υπηρεσία]] στον στρατό, ο [[στρατεύσιμος]] («στρατιωτική [[ηλικία]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (ενν. [[ἀργύριον]]) ο [[μισθός]] τών στρατιωτικών<br />β) (ενν. [[πλήθος]]) ο [[στρατός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στρατιωτικὸν [[κολλύριον]]» — [[είδος]] αλοιφής για τα μάτια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[στρατιωτικώς]] /<i>στρατιωτικῶς</i> ΝΜΑ και <i>στρατιωτικά</i> Ν<br />όπως οι στρατιώτες, [[κατά]] τον τρόπο του στρατού ή τών στρατιωτικών («καὶ βασιλικὸν βίον ἀφέντας στρατιωτικῶς ζῆν», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) με βάρβαρο τρόπο, σαν [[αγροίκος]]<br /><b>2.</b> για [[χρήση]] από τον στρατό. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρᾰτιωτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε στρατιώτες, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>τὸ στρατιωτικόν</i> (ενν. [[ἀργύριον]]), [[μισθός]] στρατιωτών, σε Δημ.· [[αλλά]], <i>τὸ στρατιωτικόν</i> (ενν. [[πλῆθος]]), στρατιώτες, [[στράτευμα]], σε Θουκ.· <i>τὰ στρατιωτικὰ</i> (ενν. <i>πράγματα</i>), στρατιωτικές υποθέσεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάλληλος]] για στρατιώτη, [[στρατιωτικός]]· στρατιωτικὴ [[ἡλικία]], κατάλληλη [[ηλικία]] για [[στράτευση]], [[ηλικία]] στρατεύσιμου νέου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμοχαρής]], <i>γένη</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., με τον τρόπο του στρατιώτη, όπως ο [[στρατιώτης]], με [[πειθαρχία]], σε Ισοκρ.· λέγεται για πλοία, <i>στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι</i>, εξοπλισμένα [[μάλλον]] για τη [[μεταφορά]] στρατιωτών [[παρά]] για [[ναυμαχία]], σε Θουκ. | |lsmtext='''στρᾰτιωτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε στρατιώτες, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>τὸ στρατιωτικόν</i> (ενν. [[ἀργύριον]]), [[μισθός]] στρατιωτών, σε Δημ.· [[αλλά]], <i>τὸ στρατιωτικόν</i> (ενν. [[πλῆθος]]), στρατιώτες, [[στράτευμα]], σε Θουκ.· <i>τὰ στρατιωτικὰ</i> (ενν. <i>πράγματα</i>), στρατιωτικές υποθέσεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάλληλος]] για στρατιώτη, [[στρατιωτικός]]· στρατιωτικὴ [[ἡλικία]], κατάλληλη [[ηλικία]] για [[στράτευση]], [[ηλικία]] στρατεύσιμου νέου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμοχαρής]], <i>γένη</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., με τον τρόπο του στρατιώτη, όπως ο [[στρατιώτης]], με [[πειθαρχία]], σε Ισοκρ.· λέγεται για πλοία, <i>στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι</i>, εξοπλισμένα [[μάλλον]] για τη [[μεταφορά]] στρατιωτών [[παρά]] για [[ναυμαχία]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στρᾰτιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, οἰκήσεις Πλάτ. Πολ. 415Ε· σκηνὴ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· [[ὅρκος]] Διον. Ἁλ. 6. 23· χρήματα Δημ. 14. 18· - τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[ἀργύριον]]), ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν, Δημ. 167. 16· [[ἀλλά]], τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[πλῆθος]]), οἱ στρατιῶται, Θουκ. 8. 83· τὰ στρατιωτικὰ (ἐξυπακ. ἔργα, πράγματα), στρατιωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Ἴων. 540Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22.<br /> ΙΙ. ὁ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, ὡς τὸ [[στρατεύσιμος]], στρ. [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 6. 2, 37· φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικὸν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.<br />ΙΙΙ. [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], ἐμπρέπων στρατιώτῃ, ἀρειμάνιος, γένη Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 7, πρβλ. Πολύβ. 23. 17, 3, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], [[αὐτόθι]] 10. 4· ἀλλὰ καὶ τοῦ [[στρατηγικός]], ὁ αὐτ. 3. 105, 9. Β. Ἐπίρρ., ὡς [[στρατιώτης]], στρατιωτικῶς ζῆν Ἰσοκρ. 248Ε· ὡς [[ἄξεστος]] [[στρατιώτης]], ἀγροίκως, κτηνωδῶς, Πολύβ. 22. 21, 6. 2) ἐπὶ πλοίων στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, [[μᾶλλον]] πρὸς μεταφορὰν στρατιωτῶν ἢ πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 83. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στρᾰτιωτικός, ή, όν [from στρᾰτιώτης]<br /><b class="num">I.</b> of or for soldiers, Xen., etc.:— τὸ στρ. (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]) the pay of the forces, Dem.; but, τὸ στρ. (''[[sc.]]'' πλῆθοσ) the [[soldiery]], Thuc.; τὰ στρατιωτικά (''[[sc.]]'' πράγματἀ [[military]] affairs, Xen.<br /><b class="num">2.</b> fit for a [[soldier]], [[military]], στρ. [[ἡλικία]] the [[military]] age, Xen.<br /><b class="num">3.</b> [[warlike]], soldierlike, γένη Arist.<br /><b class="num">II.</b> adv. like a [[soldier]], Isocr.:—of ships, στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι equipped [[rather]] as [[troop]]-ships [[than]] for [[battle]], Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[militarius]]'', [[military]], [[warlike]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.83.3/ 2.83.3]. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[milites]]'', [[soldiers]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.83.3/ 8.83.3]. | |||
}} | }} |