3,277,119
edits
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katatemno | |Transliteration C=katatemno | ||
|Beta Code=katate/mnw | |Beta Code=katate/mnw | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[κατατάμνω]], <span class="bld">A</span> fut. -τεμῶ [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''301: aor. κατέτεμον (v. infr.); Ion. and Dor. [[κατέταμον]] [[Herodotus|Hdt.]]4.26, ''Tab.Heracl.''1.14:—[[cut in pieces]], [[cut up]], κρέα [[Herodotus|Hdt.]] [[l.c.]], cf. Ar.''Pax''1059; ἑαυτόν [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.55; τὴν κεφαλήν Aeschin.3.212; γέρρα X.''An.''4.7.26:—Med., <b class="b3">κ. δέραν ὄνυχι</b> [[lacerate]], E.''El.''146 (lyr., tm.):—Pass., <b class="b3">τελαμῶσι κατατετμημένοις</b> with regularly [[cut]] bandages, [[Herodotus|Hdt.]]2.86; σπλάγχνα κατατετμημένα [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]'' 1524; <b class="b3">χώρη ἐς διώρυχας -τέτμηται</b> [[is cut up]] into ditches or canals, [[Herodotus|Hdt.]] 1.193, cf. 2.8; <b class="b3">κατετέτμηντο ἐξ αὐτῶν</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῶν διωρύχων</b>) τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν X.''An.''2.4.13.<br><span class="bld">b</span> metaph., τι ἐν τοῖς λόγοις κ. Pl.''Hp.Ma.'' 301b.<br><span class="bld">2</span> c. dupl. acc., <b class="b3">κ. τινὰ καττύματα</b> [[cut]] him up into strips, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''301; <b class="b3">σῶμα κατατεμὼν κύβους</b> [[having cut]] it [[up]] into cubes, Alex.187.4; τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμών Ephipp.22; ὅτι σμικρότατα τὸ σῶμα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 610b; [[κ]]. (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὰν γᾶν</b>) <b class="b3"> μερίδας τέτορας</b> ''Tab.Heracl.'' [[l.c.]]: —Pass., <b class="b3">κατατμηθείην λέπαδνα</b> [[may I be cut up]] into straps, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' 768.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">κ. τὸν Πειραιᾶ</b> [[lay]] it [[out]] in streets, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1267b23:—Pass., <b class="b3">τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθέας</b> [[has its]] streets [[cut]] straight, [[Herodotus|Hdt.]]1.180.<br><span class="bld">4</span> [[cut into]] the ground, κ. τοῦ χωρίου βάθος τρεῖς πόδας ''IG''22.1668.7; <b class="b3">τὰ κατατετμημένα</b> [[places where mines have already been worked]], opp. <b class="b3">τὰ ἄτμητα</b>, X.''Vect.''4.27.<br><span class="bld">5</span> [[cut down]], [[pare]], [τὸ δέρμα] ὁμαλῶς Hp.''Fract.''11.<br><span class="bld">6</span> [[abuse]], [[revile]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 488b, Hyp.''Ath.''12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> κατατεμῶ, <i>ao.2</i> κατέταμον;<br /><b>1</b> couper en morceaux : [[κρέα]] AR de la viande ; τελαμῶσι κατατετμημένοισι HDT avec des bandes régulièrement coupées ; <i>Pass.</i> τὸ [[ἄστυ]] κατατέτμηται | |btext=<i>f.</i> κατατεμῶ, <i>ao.2</i> κατέταμον;<br /><b>1</b> couper en morceaux : [[κρέα]] AR de la viande ; τελαμῶσι κατατετμημένοισι HDT avec des bandes régulièrement coupées ; <i>Pass.</i> τὸ [[ἄστυ]] κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας HDT la ville est découpée en rues droites;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tailler en pièces, déchirer : ἑαυτόν XÉN se déchirer ; τὴν κεφαλήν ESCHN déchirer la tête ; faire périr, tuer;<br /><b>3</b> [[ouvrir une tranchée]] : τάφρους ἐπὶ τὴν χώραν XÉN creuser des fossés à travers le pays.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τέμνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατατέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-κατέτᾰμον</i>· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ., <i>τελαμῶσι κατατετμημένοις</i>, με συνηθισμένους κομμένους επιδέσμους, σε Ηρόδ.· <i>[[σπλάγχνα]] κατατετμημένα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. χώρην ἐς διώρυχας</i>, [[κατακόπτω]] αυτήν με τάφρους και διώρυγες, σε Ηρόδ.· <i>κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με [[διπλή]] αιτ., <i>κ. τινὰ καττύματα</i>, κόβοντάς τον σε λωρίδες, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>κατατμηθείην λέπαδνα</i>, [[μακάρι]] να [[κοπώ]] σε κομμάτια, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κ. τὸν Πειραιᾶ</i>, τον ρυμοτόμησε, τον χώρισε βάσει σχεδίου ανοικοδόμησης, σε Αριστ. — Παθ., ἡ [[πόλις]] κατατέτμηται | |lsmtext='''κατατέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-κατέτᾰμον</i>· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ., <i>τελαμῶσι κατατετμημένοις</i>, με συνηθισμένους κομμένους επιδέσμους, σε Ηρόδ.· <i>[[σπλάγχνα]] κατατετμημένα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. χώρην ἐς διώρυχας</i>, [[κατακόπτω]] αυτήν με τάφρους και διώρυγες, σε Ηρόδ.· <i>κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με [[διπλή]] αιτ., <i>κ. τινὰ καττύματα</i>, κόβοντάς τον σε λωρίδες, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>κατατμηθείην λέπαδνα</i>, [[μακάρι]] να [[κοπώ]] σε κομμάτια, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κ. τὸν Πειραιᾶ</i>, τον ρυμοτόμησε, τον χώρισε βάσει σχεδίου ανοικοδόμησης, σε Αριστ. — Παθ., ἡ [[πόλις]] κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας, έχει τραβηγμένες τις [[οδούς]] της σε [[ευθεία]] [[διάταξη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[κόβω]] σε [[βάθος]], [[ανοίγω]] στη γη, <i>κατετέτμηντο τάφροι</i>, υπήρχαν κομμένα χαντάκια, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |