κατατέμνω

English (LSJ)

Ion. κατατάμνω, A fut. -τεμῶ Ar.Ach.301: aor. κατέτεμον (v. infr.); Ion. and Dor. κατέταμον Hdt.4.26, Tab.Heracl.1.14:—cut in pieces, cut up, κρέα Hdt. l.c., cf. Ar.Pax1059; ἑαυτόν X.Mem.1.2.55; τὴν κεφαλήν Aeschin.3.212; γέρρα X.An.4.7.26:—Med., κ. δέραν ὄνυχι lacerate, E.El.146 (lyr., tm.):—Pass., τελαμῶσι κατατετμημένοις with regularly cut bandages, Hdt.2.86; σπλάγχνα κατατετμημένα Ar.Av. 1524; χώρη ἐς διώρυχας -τέτμηται is cut up into ditches or canals, Hdt. 1.193, cf. 2.8; κατετέτμηντο ἐξ αὐτῶν (sc. τῶν διωρύχων) τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν X.An.2.4.13.
b metaph., τι ἐν τοῖς λόγοις κ. Pl.Hp.Ma. 301b.
2 c. dupl. acc., κ. τινὰ καττύματα cut him up into strips, Ar.Ach.301; σῶμα κατατεμὼν κύβους having cut it up into cubes, Alex.187.4; τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμών Ephipp.22; ὅτι σμικρότατα τὸ σῶμα Pl.R. 610b; κ. (sc. τὰν γᾶν) μερίδας τέτορας Tab.Heracl. l.c.: —Pass., κατατμηθείην λέπαδνα may I be cut up into straps, Ar.Eq. 768.
3 κ. τὸν Πειραιᾶ lay it out in streets, Arist.Pol.1267b23:—Pass., τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθέας has its streets cut straight, Hdt.1.180.
4 cut into the ground, κ. τοῦ χωρίου βάθος τρεῖς πόδας IG22.1668.7; τὰ κατατετμημένα places where mines have already been worked, opp. τὰ ἄτμητα, X.Vect.4.27.
5 cut down, pare, [τὸ δέρμα] ὁμαλῶς Hp.Fract.11.
6 abuse, revile, Pl.R. 488b, Hyp.Ath.12.

French (Bailly abrégé)

f. κατατεμῶ, ao.2 κατέταμον;
1 couper en morceaux : κρέα AR de la viande ; τελαμῶσι κατατετμημένοισι HDT avec des bandes régulièrement coupées ; Pass. τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας HDT la ville est découpée en rues droites;
2 fig. tailler en pièces, déchirer : ἑαυτόν XÉN se déchirer ; τὴν κεφαλήν ESCHN déchirer la tête ; faire périr, tuer;
3 ouvrir une tranchée : τάφρους ἐπὶ τὴν χώραν XÉN creuser des fossés à travers le pays.
Étymologie: κατά, τέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τέμνω, Ion. κατατάμνω, Ion. inf. them. aor. καταταμέειν, ptc. καταταμών in stukken snijden, opensnijden:; κ. ἑαυτόν zichzelf verminken Xen. Mem. 1.2.55; κατατεμνόμενοι βαθέσι τοῖς τραύμασιν verminkt door diepe wonden Luc. 37.31; wegsnijden:; τὸ δέρμα de huid Hp. Fract. 11; ook med.: κατὰ μὲν φίλαν ὄνυχι τεμνομένα δέραν met haar nagels haar eigen hals openrijtend Eur. El. 147 (tmesis); overdr.:; τὸν λέγοντα... κατατέμνειν de spreker (met woorden) afmaken Plat. Resp. 488b; met dubbele acc.: ὃν κατατεμῶ τοῖσιν ἱππεῦσι καττύματα (Cleon) die ik tot zolen voor de ridders zal snijden Aristoph. Ach. 301. doorsnijden, verdelen:. τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθέας de stad is doorsneden door rechte wegen Hdt. 1.180.3; κατετέτμηντο ἐξ αὐτῶν καὶ τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν vandaaruit vertakten zich ook kanalen over het land Xen. An. 2.4.13; τὸν Πειραιᾶ κατέτεμεν hij (Hippodamus) ontwierp het wegennet van Piraeus Aristot. Pol. 1267b23. uithouwen, graven:. αἱ λιθοτομίαι... αἱ ἐς τὰς πυραμίδας κατατμηθεῖσαι de steengroeven waar de stenen voor de (bouw van) de piramiden worden uitgehouwen Hdt. 2.8.1.

German (Pape)

(τέμνω), zerschneiden, zerstückeln; μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη Pind. Ol. 1.49; τὰ κρέα Ar. Pax 1059; σπλάγχνα κατατετμημένα Av. 1524; τὰ γέρρα Xen. An. 4.7.26; mit doppeltem accus., ὃν κατατεμῶ τοῖσιν ἱππεῦσι καττύματα, ich will ihn zu Schuhleder zerschneiden, Ar. Ach. 300; τὸ δ' ἄλλο σῶμα κατατεμὼν πολλοὺς κύβους Alexis bei Ath. VII.324c; vgl. Plat. Rep. X.610 h; niederhauen, umbringen, τινά, VI.488c; κατατεμνόμενοι βαθέσι τοῖς τραύμασιν Luc.; zerfleischen, ἑαυτόν Xen. Mem. 1.2.55; – ἡ πόλις κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας, in gerade Straßen zerschnitten, Her. 1.180; – κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν, Gräben waren gezogen, Xen. An. 2.4.13; – τὰ κατατετμημένα sind im Bergwerke Stellen, wo schon gegraben ist, Gegensatz ἄτμητα, Vectig. 4.27.

Russian (Dvoretsky)

κατατέμνω: (aor. 2 κατέταμον)
1 разрезать, рассекать, разрубать (κρέα Her.; τὰ δέρματα τῶν αἰγῶν Plut.): τελαμῶσι κατατετμημένοισι κατελίσσειν τι Her. заворачивать что-л. в нарезанные ленты (холста); ὃν κατατεμῶ καττύματα бран. Arph. я нарежу из него кожи на сапоги;
2 разрывать, раздирать (δέραν ὄνυξι Eur.; ἑαυτόν Xen.);
3 расчленять (τὸ καλὸν ἐν τοῖς λόγοις Plat.);
4 прорезать, прокладывать: τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας Her. город (Вавилон) прорезан прямыми улицами; κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν Xen. по стране были прорыты каналы; τὰ κατατετμημένα Xen. копи, шахты.

Spanish

cortar en pedazos

Greek Monolingual

(AM κατατέμνω, Α και ιων. τ. κατατάμνω)
κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω κατακόβω, διαμερίζω
αρχ.
1. κόβω δρόμους για την οικοδόμηση πόλεως, ρυμοτομώ
2. κόβω κατά βάθος, κάνω άνοιγμα στη γη
3. περικόπτω, λιγοστεύω κόβοντας
4. περιφρονώ, βρίζω, κακολογώ
5. παθ. κατατέμνομαι
διαιρούμαι
6. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τά κατατετμημένα
οι τόποι όπου γίνονταν εκσκαφές και εξορύξεις.

Greek Monotonic

κατατέμνω: μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -κατέτᾰμον· κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ., τελαμῶσι κατατετμημένοις, με συνηθισμένους κομμένους επιδέσμους, σε Ηρόδ.· σπλάγχνα κατατετμημένα, σε Αριστοφ.
2. κ. χώρην ἐς διώρυχας, κατακόπτω αυτήν με τάφρους και διώρυγες, σε Ηρόδ.· κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν, σε Ξεν.
3. με διπλή αιτ., κ. τινὰ καττύματα, κόβοντάς τον σε λωρίδες, σε Αριστοφ. — Παθ., κατατμηθείην λέπαδνα, μακάρι να κοπώ σε κομμάτια, στον ίδ.
4. κ. τὸν Πειραιᾶ, τον ρυμοτόμησε, τον χώρισε βάσει σχεδίου ανοικοδόμησης, σε Αριστ. — Παθ., ἡ πόλις κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας, έχει τραβηγμένες τις οδούς της σε ευθεία διάταξη, σε Ηρόδ.
5. κόβω σε βάθος, ανοίγω στη γη, κατετέτμηντο τάφροι, υπήρχαν κομμένα χαντάκια, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατατέμνω: μέλλ. -τεμῶ: ἀόρ. κατέτεμον καὶ Δωρ. κατέταμον Πίνδ. Τέμνω ὅλον τι εἰς μικρὰ κομμάτια, κατακόπτω, κατακομματιάζω, μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη Πινδ. Ο. 1. 49· κρέα Ἡρόδ. 4. 26, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1059· κ. ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55· τὴν κεφαλὴν Αἰσχίν. 84. 21· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κατατεμνομένη δέραν ὄνυξι Εὐρ. Ἠλ. 146· ἐντεῦθεν, φονεύω, κρεουργῶ, ὡς τὸ Λατ. occidere, τὸν λέγοντα κ. Πλάτ. Πολ. 488B· φονέας στυγέων κατ. (περὶ λῃστοκτόνου ἡγεμόνος) Ἀνθ. Π. 11. 280·― Παθ., τελαμῶσι κατατετμημένοις, μὲ ἐπιδέσμους κανονικῶς κεκομμένους, Ἡρόδ. 2. 86· σπλάγχνα κατατετμημένα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1524· γέρρα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 26·― μεταφορ., τὸ καλὸν ἐν τοῖς λόγοις κ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301B· κ. τινὰ ἀντὶ τοῦ κατονειδίζω Ὑπερείδης κατ’ Ἀθηνογένους Ε', 12, Β1.·― κ. χώρην ἐς διώρυχας, κατακόπτω αὐτὴν μὲ τάφρους καὶ διώρυχας, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 2. 8· κατετέμνητο ἐξ αὐτῶν (δηλ. τῶν διωρύχων) τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν Ξεν. Ἀν. 2. 4, 13. 2) μετὰ διπλῆς αἰτιατ., κ. τινὰ καττύματα, τὸν κόπτω εἰς λωρίδας, κομμάτια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 301· σῶμα κατατεμὼν κύβους, κατακόψας εἰς κυβικὰ τεμάχια, Ἄλεξις ἐν «Πονηρ.» 3. 4· τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν Ἔφιππος ἐν «Φιλύρᾳ» 1· εἴ τις τὸ σῶμα ὅ τι σμικρότατα κατατέμοι Πλάτ. Πολ. 610B.― Παθ., ἀπολοίμην καὶ διαπρισθείην καὶ κατατμηθείην λέπαδνα, εἴθε νὰ κατακοπῶ εἰς λωρία, κομμάτια, Ἀριστοφ. Ἱππ. 768. 3) τὴν τῶν πόλεων διαίρεσιν εὗρε καὶ κατέτεμε τὸν Πειραιᾶ, διήρεσεν αὐτὸν πρὸς οἰκοδόμησιν, ἐρρυμοτόμησεν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8,1· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἡ πόλις κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας, ἔχει «κομμένους» τοὺς δρόμους της εὐθεῖς, Ἡρόδ. 1. 180. 4) κόπτω κατὰ βάθος, δηλ. ἀνοίγω ἐν τῇ γῇ, κατετέτμηντο τάφροι, ἦσαν ἀνεῳγμέναι, Ξεν. Ἀν. 2. 4,13· κ. τοῦ χωρίου βάθος ἀπὸ τοῦ μετεωροτάτου τρεῖς πόδας Ἐπιγρ. Dittenb. 537. 7· τὰ κατατετμημένα, τόποι ἔνθα ἐγένετο ἤδη μεταλλευτικὴ ἐργασία, ἀντίθ. πρὸς τὰ ἄτμητα, Ξεν. Πόροι 4. 27· πρβλ. καινοτομέω. 5) κόπτων ἐλαττώνω, περικόπτω, τὸ δέρμα ὁμαλῶς Ἱππ. Ἀγμ. 759.

Middle Liddell

fut. -τεμῶ aor2 κατέτᾰμον
1. to cut in pieces, cut up, Hdt., Ar., etc.: so in Mid., Eur.:— Pass., τελαμῶσι κατατετμημένοις with regularly cut bandages, Hdt.; σπλάγχνα κατατετμημένα Ar.
2. κ. χώρην ἐς διώρυχας to cut it up into ditches or canals, Hdt.; κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν Xen.
3. c. dupl. acc. κ. τινὰ καττύματα to cut him into strips, Ar.:—Pass., κατατμηθείην λέπαδνα may I be cut up into straps, Ar.
4. κ. τὸν Πειραιᾶ to lay it out for building, Arist.:—Pass., ἡ πόλις κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθείας has its streets cut straight, Hdt.
5. to cut into the ground, κατετέτμηντο τάφροι there were trenches cut, Xen.

Léxico de magia

cortar en pedazos el corazón de un ave λαβὼν κάκουφον, ... ἐξάραξον αὐτῆς τὴν καρδίαν, κατάτρησον καλάμῳ καὶ τὴν καρδίαν καταταμὼν ἐπίβαλε εἰς μέλι Ἀττικόν toma una abubilla, arráncale el corazón, atraviésalo con una caña y, después de cortarlo en pedazos, échalo en miel ática P III 426