3,277,286
edits
(3_47-test) |
|||
(32 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrimatistikos | |Transliteration C=chrimatistikos | ||
|Beta Code=xrhmatistiko/s | |Beta Code=xrhmatistiko/s | ||
|Definition= | |Definition=χρηματιστική, χρηματιστικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[traffic]] and [[money-making]], ὁ χρηματιστικός = [[a man of business]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 581d; opp. [[ἀναλωτικός]], ib.558d; opp. [[στρατιωτικός]], [[οἰκήσεις]] ib.415e; opp. [[στρατηγικός]], διατριβαί Plu.''Crass.''17; χ. [[οἰωνός]] an [[omen]] [[portending gain]], X.''An.''6.1.23; τὸ [[χρηματιστικόν]] the [[commercial class]], opp. τὸ [[πολεμικόν]], etc., [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1291b21; ἡ [[χρηματιστική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of money-making]], Pl. ''Grg.''477e, ''Euthd.'' 307a, al.; on its varieties, v. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1256b41.<br><span class="bld">II</span> [[belonging to]] or [[fitted for the dispatch of public business]], <b class="b3">χ. σκηνή, πυλών</b>, a [[tent]], [[hall]] [[for holding conferences]], [[giving audience]], Plb.5.81.5, 15.31.2.<br><span class="bld">2</span> [[notarial]], [[τράπεζα]] ''PLond.''3.1164d.4(iii A. D.).<br><span class="bld">III</span> [[oracular]], [[prophetic]], ψυχή Porph.''Abst.''4.10.<br><span class="bld">IV</span> Astrol., [[effective]], [[operative]], τόποι Vett.Val.29.18, Antioch.Astr. in ''Cat.Cod.Astr.'' 8(3).107; of stars Iamb.''Myst.''3.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1374.png Seite 1374]] zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσθαι gehörig, geschickt, dah. – a) zu Handels-, Geldgeschäften, zum Erwerbe von Vermögen, zum Gewinn gehörig, geschickt; Plat. Rep. XI, 581 c; neben πλούσιοι Conv. 173 c; ἡ χρηματιστική, die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg. 477 e Euthyd. 307 a; [[οἰωνός]], | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1374.png Seite 1374]] zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσθαι gehörig, geschickt, dah. – a) zu Handels-, Geldgeschäften, zum Erwerbe von Vermögen, zum Gewinn gehörig, geschickt; Plat. Rep. XI, 581 c; neben πλούσιοι Conv. 173 c; ἡ χρηματιστική, die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg. 477 e Euthyd. 307 a; [[οἰωνός]], Reichtum andeutend, Xen. An. 5, 9,23. – b) zur Abmachung von öffentlichen od. Staatsgeschäften gehörig, geschickt; [[πυλών]], Pol. 15, 31, 2, wie [[σκηνή]] u. vgl., Audienzsaal, 5, 81, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la gestion <i>ou</i> la négociation des affaires ; <i>particul.</i> qui concerne les affaires d'argent.<br />'''Étymologie:''' χρηματίζομαι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρημᾰτιστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[предназначенный для совещаний]] ([[σκηνή]], [[πυλών]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[стяжательский]], [[торговый]], [[деловой]] ([[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[предвещающий богатство]] ([[οἰωνός]] Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[искатель наживы]], [[делец]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρημᾰτιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρηματισμόν, εἰς τὴν κτῆσιν χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[ἄνθρωπος]] ἀσχολούμενος εἰς χρηματισμόν, πορισμὸν χρημάτων, Πλάτ. Πολ. 581C· ἀντίθετον τῷ [[ἀναλωτικός]]. [[αὐτόθι]] 558D· τῷ [[στρατιωτικός]], οἰκήσεις γὰρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν. Ναί, ἧν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικὸς [[αὐτόθι]] 415Ε, πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 17· χρ. οἱωνός, προμηνύων [[κέρδος]], Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· τὸ χρηματιστικόν, ἡ ἐμπορικὴ [[τάξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρατιωτικόν, κλπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· - ἡ χρηματιστική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κτᾶσθαι χρήματα, [[ἐμπόριον]], Πλάτ. Γοργ. 477Ε, Εὐθύδ. 307Α, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν ποικιλιῶν τῆς τέχνης ταύτης, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων καὶ [[κατάλληλος]] εἰς τὴν διεξαγωγὴν δημοσίων ὑποθέσεων, χρ. [[σκηνή]], [[πυλών]], χρησιμεύοντα πρὸς σύσκεψιν ἢ ἀκροάσεις, Πολύβ. 5. 81, 5., 15. 31, 2. ΙΙ. [[χρησμῳδικός]], [[προφητικός]], [[μαντικός]], Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 10· πρβλ. [[χρηματίζω]] Ι. 4. | |lstext='''χρημᾰτιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρηματισμόν, εἰς τὴν κτῆσιν χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[ἄνθρωπος]] ἀσχολούμενος εἰς χρηματισμόν, πορισμὸν χρημάτων, Πλάτ. Πολ. 581C· ἀντίθετον τῷ [[ἀναλωτικός]]. [[αὐτόθι]] 558D· τῷ [[στρατιωτικός]], οἰκήσεις γὰρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν. Ναί, ἧν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικὸς [[αὐτόθι]] 415Ε, πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 17· χρ. οἱωνός, προμηνύων [[κέρδος]], Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· τὸ χρηματιστικόν, ἡ ἐμπορικὴ [[τάξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρατιωτικόν, κλπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· - ἡ χρηματιστική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κτᾶσθαι χρήματα, [[ἐμπόριον]], Πλάτ. Γοργ. 477Ε, Εὐθύδ. 307Α, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν ποικιλιῶν τῆς τέχνης ταύτης, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων καὶ [[κατάλληλος]] εἰς τὴν διεξαγωγὴν δημοσίων ὑποθέσεων, χρ. [[σκηνή]], [[πυλών]], χρησιμεύοντα πρὸς σύσκεψιν ἢ ἀκροάσεις, Πολύβ. 5. 81, 5., 15. 31, 2. ΙΙ. [[χρησμῳδικός]], [[προφητικός]], [[μαντικός]], Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 10· πρβλ. [[χρηματίζω]] Ι. 4. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό / [[χρηματιστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χρηματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χρηματιστικό [[κεφάλαιο]]»<br /><b>(οικον.)</b> το χρηματιστηριακό [[κεφάλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματισμό, στην [[απόκτηση]] χρημάτων<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή ο [[κατάλληλος]] για τη [[διεκπεραίωση]] δημόσιων υποθέσεων<br /><b>3.</b> [[προφητικός]]<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για αστέρες) αυτός που ασκεί [[επίδραση]] στον άνθρωπο<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χρηματιστικός]]<br />[[άνθρωπος]] που ασχολείται με την [[πρόσκτηση]] χρημάτων<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χρηματιστική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της πρόσκτησης χρημάτων<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρηματιστικόν</i><br />η εμπορική [[τάξη]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «χρηματιστικὸς [[οἰωνός]]» — [[οιωνός]] που προμηνύει [[κέρδος]] (<b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρημᾰτιστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[απόκτηση]] χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[άνθρωπος]] που ασχολείται με [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλάτ.· χρηματιστικὸς [[οἰωνός]], [[οιωνός]] που προμηνεύει χρήματα, σε Ξεν.· <i>τὸ χρηματιστικόν</i>, η εμπορική [[τάξη]], σε Αριστ.· <i>ἡ χρηματιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] να αποκτά [[κανείς]] χρήματα, [[εμπόριο]], σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χρημᾰτιστικός, ή, όν [from χρημᾰτιστής]<br />of or for [[money]]-[[making]], ὁ χρ. a man of [[business]], Plat.; χρ. [[οἰωνός]] an [[omen]] portending [[gain]], Xen.; τὸ χρηματιστικόν the [[commercial]] class, Arist.:— ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ, the art of [[money]]-[[making]], [[traffic]], Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[financial]] | ||
}} | }} |