χρηματιστικός
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
χρηματιστική, χρηματιστικόν,
A of or for traffic and money-making, ὁ χρηματιστικός = a man of business, Pl.R. 581d; opp. ἀναλωτικός, ib.558d; opp. στρατιωτικός, οἰκήσεις ib.415e; opp. στρατηγικός, διατριβαί Plu.Crass.17; χ. οἰωνός an omen portending gain, X.An.6.1.23; τὸ χρηματιστικόν the commercial class, opp. τὸ πολεμικόν, etc., Arist.Pol.1291b21; ἡ χρηματιστική (sc. τέχνη) the art of money-making, Pl. Grg.477e, Euthd. 307a, al.; on its varieties, v. Arist.Pol.1256b41.
II belonging to or fitted for the dispatch of public business, χ. σκηνή, πυλών, a tent, hall for holding conferences, giving audience, Plb.5.81.5, 15.31.2.
2 notarial, τράπεζα PLond.3.1164d.4(iii A. D.).
III oracular, prophetic, ψυχή Porph.Abst.4.10.
IV Astrol., effective, operative, τόποι Vett.Val.29.18, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 8(3).107; of stars Iamb.Myst.3.30.
German (Pape)
[Seite 1374] zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσθαι gehörig, geschickt, dah. – a) zu Handels-, Geldgeschäften, zum Erwerbe von Vermögen, zum Gewinn gehörig, geschickt; Plat. Rep. XI, 581 c; neben πλούσιοι Conv. 173 c; ἡ χρηματιστική, die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg. 477 e Euthyd. 307 a; οἰωνός, Reichtum andeutend, Xen. An. 5, 9,23. – b) zur Abmachung von öffentlichen od. Staatsgeschäften gehörig, geschickt; πυλών, Pol. 15, 31, 2, wie σκηνή u. vgl., Audienzsaal, 5, 81, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la gestion ou la négociation des affaires ; particul. qui concerne les affaires d'argent.
Étymologie: χρηματίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
χρημᾰτιστικός:
1 предназначенный для совещаний (σκηνή, πυλών Polyb.);
2 стяжательский, торговый, деловой (γένος Plat.);
3 предвещающий богатство (οἰωνός Xen.).
II ὁ искатель наживы, делец Plat.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρηματισμόν, εἰς τὴν κτῆσιν χρημάτων, ὁ χρηματιστικός, ἄνθρωπος ἀσχολούμενος εἰς χρηματισμόν, πορισμὸν χρημάτων, Πλάτ. Πολ. 581C· ἀντίθετον τῷ ἀναλωτικός. αὐτόθι 558D· τῷ στρατιωτικός, οἰκήσεις γὰρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν. Ναί, ἧν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικὸς αὐτόθι 415Ε, πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 17· χρ. οἱωνός, προμηνύων κέρδος, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· τὸ χρηματιστικόν, ἡ ἐμπορικὴ τάξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρατιωτικόν, κλπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· - ἡ χρηματιστική (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κτᾶσθαι χρήματα, ἐμπόριον, Πλάτ. Γοργ. 477Ε, Εὐθύδ. 307Α, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν ποικιλιῶν τῆς τέχνης ταύτης, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων καὶ κατάλληλος εἰς τὴν διεξαγωγὴν δημοσίων ὑποθέσεων, χρ. σκηνή, πυλών, χρησιμεύοντα πρὸς σύσκεψιν ἢ ἀκροάσεις, Πολύβ. 5. 81, 5., 15. 31, 2. ΙΙ. χρησμῳδικός, προφητικός, μαντικός, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 10· πρβλ. χρηματίζω Ι. 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χρηματιστικός, -ή, -όν, ΝΑ χρηματίζω
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες»)
2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο»
(οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματισμό, στην απόκτηση χρημάτων
2. ο ικανός ή ο κατάλληλος για τη διεκπεραίωση δημόσιων υποθέσεων
3. προφητικός
4. αστρολ. (για αστέρες) αυτός που ασκεί επίδραση στον άνθρωπο
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρηματιστικός
άνθρωπος που ασχολείται με την πρόσκτηση χρημάτων
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρηματιστική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της πρόσκτησης χρημάτων
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηματιστικόν
η εμπορική τάξη
8. φρ. «χρηματιστικὸς οἰωνός» — οιωνός που προμηνύει κέρδος (Ξεν.).
Greek Monotonic
χρημᾰτιστικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην απόκτηση χρημάτων, ὁ χρηματιστικός, άνθρωπος που ασχολείται με απόκτηση χρημάτων, σε Πλάτ.· χρηματιστικὸς οἰωνός, οιωνός που προμηνεύει χρήματα, σε Ξεν.· τὸ χρηματιστικόν, η εμπορική τάξη, σε Αριστ.· ἡ χρηματιστική (ενν. τέχνη), η τέχνη να αποκτά κανείς χρήματα, εμπόριο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
χρημᾰτιστικός, ή, όν [from χρημᾰτιστής]
of or for money-making, ὁ χρ. a man of business, Plat.; χρ. οἰωνός an omen portending gain, Xen.; τὸ χρηματιστικόν the commercial class, Arist.:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of money-making, traffic, Plat.