κροαίνω: Difference between revisions

276 bytes removed ,  Yesterday at 14:59
m
Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">"
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kroaino
|Transliteration C=kroaino
|Beta Code=kroai/nw
|Beta Code=kroai/nw
|Definition=only pres. part., of a horse, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stamp]], [[strike with the hoof]], θείῃ πεδίοιο κροαίνων <span class="bibl">Il.6.507</span> (where Sch.A rejects the expl. [[ἐπιθυμῶν]], quoting <span class="bibl">Archil.176</span>, cf. [[κρυαίνω]]) <b class="b3">; κροαίνοντες πεδίοισι</b> ([[varia lectio|v.l.]] -ίοιο) <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>1.279</span>: abs., <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.30</span>: metaph., [[luxuriate]], [[wanton]], of a rhetorician, <span class="bibl">Id.<span class="title">VS</span>1.25.7</span>; also πλήκτρῳ λιγυρὸν μέλος κ. [[striking]], <span class="bibl">Anacreont.58.6</span>.</span>
|Definition=only pres. part., of a horse, [[stamp]], [[strike with the hoof]], θείῃ πεδίοιο κροαίνων Il.6.507 (where Sch.A rejects the expl. [[ἐπιθυμῶν]], quoting Archil.176, cf. [[κρυαίνω]]); <b class="b3">κροαίνοντες πεδίοισι</b> ([[varia lectio|v.l.]] -ίοιο) Opp. ''C.''1.279: abs., Philostr.''Im.''1.30: metaph., [[luxuriate]], [[wanton]], of a rhetorician, Id.''VS''1.25.7; also [[πλήκτρῳ]] λιγυρὸν μέλος κ. [[striking]], Anacreont.58.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] p. = [[κρούω]], [[schlagen]], [[stampfen]]; vom Rosse, θέει πεδίου κροαίνων, mit den Hufen schlagend rennt es durch die Ebene, Il. 6, 507 u. 15, 264; mit Anspielung auf diese Stellen Philostr. Sophist. 1, 25, 7, wie Opp. Cyn. 1, 279 κροαίνοντες πεδίοιο. – Μέλος κροαίνειν, ein Lied auf der Cither schlagen, spielen, Anacr. 59, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] p. = [[κρούω]], [[schlagen]], [[stampfen]]; vom Rosse, θέει πεδίου κροαίνων, mit den Hufen schlagend rennt es durch die Ebene, Il. 6, 507 u. 15, 264; mit Anspielung auf diese Stellen Philostr. Sophist. 1, 25, 7, wie Opp. Cyn. 1, 279 κροαίνοντες πεδίοιο. – Μέλος κροαίνειν, ein Lied auf der Cither schlagen, spielen, Anacr. 59, 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />frapper le sol <i>en parl. d'un cheval au galop</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρούω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κροαίνω [~ κρούω?] [[stampen]], [[galopperen]]:. ὅτε τις ἵππος... θείῃ πεδίοιο κροαίνων wanneer een paard in galop over de vlakte rent Il. 6.507.
}}
{{elru
|elrutext='''κροαίνω:''' (= [[κρούω]]) бить, ударять ([[ἵππος]] πεδίοιο κροαίνων Hom.): κ. πλήκτρῳ [[μέλος]] Anacr. играть (на лире), ударяя плектром.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κροαίνω''': ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., ἐπὶ ἵππου, κτυπῶ διὰ τῶν ποδῶν, θέει πεδίοιο κροαίνων, «ἐπικρούων τοῖς ποσίν» (Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 507, πρβλ. Ο. 264· ὁ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ. προστίθησι, «ἢ ἐπιθυμῶν», ἀλλ᾿ ἐπιλέγει «τὸ κροαίνων οὐκ ἔστιν ἐπιθυμῶν, ὡς Ἀρχίλοχος ἐξέλαβεν, ἀλλ’ ἐπικροτῶν τοῖς ποσὶ διὰ τοῦ πεδίου»· κροαίνοντες πεδίοισιν Ὀππ. Κυν. 1. 279· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου, κροαίνειν ἐν τοῖς τῶν ὑποθέσεων χωρίοις οὐδὲν [[μεῖον]] τοῦ Ὁμηρικοῦ ἵππου Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Σοφιστ. 1, 25, σ. 537· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κρ. τὰ κοσμικά, λακτίζειν, ἀπολακτίζειν, καταφρονεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 106· πλήκτρῳ λιγυρὸν [[μέλος]] κρ., [[κρούω]] διὰ τοῦ πλήκτρου, κιθαρῳδῶ, Ἀνακρεόντ. 62. 6.
|lstext='''κροαίνω''': ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., ἐπὶ ἵππου, κτυπῶ διὰ τῶν ποδῶν, θέει πεδίοιο κροαίνων, «ἐπικρούων τοῖς ποσίν» (Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 507, πρβλ. Ο. 264· ὁ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ. προστίθησι, «ἢ ἐπιθυμῶν», ἀλλ᾿ ἐπιλέγει «τὸ κροαίνων οὐκ ἔστιν ἐπιθυμῶν, ὡς Ἀρχίλοχος ἐξέλαβεν, ἀλλ’ ἐπικροτῶν τοῖς ποσὶ διὰ τοῦ πεδίου»· κροαίνοντες πεδίοισιν Ὀππ. Κυν. 1. 279· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου, κροαίνειν ἐν τοῖς τῶν ὑποθέσεων χωρίοις οὐδὲν [[μεῖον]] τοῦ Ὁμηρικοῦ ἵππου Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Σοφιστ. 1, 25, σ. 537· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κρ. τὰ κοσμικά, λακτίζειν, ἀπολακτίζειν, καταφρονεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 106· πλήκτρῳ λιγυρὸν [[μέλος]] κρ., [[κρούω]] διὰ τοῦ πλήκτρου, κιθαρῳδῶ, Ἀνακρεόντ. 62. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />frapper le sol <i>en parl. d’un cheval au galop</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρούω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κροαίνω]] (Α)<br />(μόνο μτχ. ενεστ.) <i>κροαίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>αῑνον</i><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο [[έδαφος]] («θείη πεδίοιο [[κροαίνω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] τη [[χορδή]] μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κρούω]].
|mltxt=[[κροαίνω]] (Α)<br />(μόνο μτχ. ενεστ.) <i>κροαίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>αῖνον</i><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο [[έδαφος]] («θείη πεδίοιο [[κροαίνω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] τη [[χορδή]] μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κρούω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κροαίνω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., λέγεται για [[άλογο]], [[χτυπώ]] με τα πόδια, [[χτυπώ]] με την [[οπλή]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κροαίνω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., λέγεται για [[άλογο]], [[χτυπώ]] με τα πόδια, [[χτυπώ]] με την [[οπλή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κροαίνω [~ κρούω?] stampen, galopperen:. ὅτε τις ἵππος... θείῃ πεδίοιο κροαίνων wanneer een paard in galop over de vlakte rent Il. 6.507.
}}
{{elru
|elrutext='''κροαίνω:''' (= [[κρούω]]) бить, ударять ([[ἵππος]] πεδίοιο κροαίνων Hom.): κ. πλήκτρῳ [[μέλος]] Anacr. играть (на лире), ударяя плектром.
}}
}}
{{etym
{{etym