ἀποῤῥίπτω: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
(13_6a)
(No difference)

Revision as of 19:56, 2 August 2017

German (Pape)

[Seite 323] abwerfen, wegwerfen, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην τηλόσε Iliad. 22, 406; μῆνιν ἀπορρίψαντα 9, 517; μηνιθμὸν ἀπορρῖψαι 16, 282; εἷμα Pind. P. 4, 232; ἔπος χαμαιπετὲς οὐκ ἀπέῤῥιψε 6, 37; vgl. Ol. 9, 39; bittere, schmähende Worte gegen Einen schleudern, ἔς τινα Her. 8, 92; vgl. 4, 142; ὃν εἰλήφεσαν καρπόν Xen. Hell. 5, 4, 42; ἀποῤῥιφθήσομαι γῆς ἀπωστός Soph. Ai. 998; verschmähen, verachten, El. 1006; Her. 1, 32; Xen. Mem. 2, 1, 31; ἀπεῤῥιμμένος, ein Verworfener, Dem. 18, 42 u. Sp.; φαῦλα καὶ ἀπεῤῥ. ἐδέσματα Hdn. 4, 12, 4.