μεμορημένος: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(6_10) |
(No difference)
|
Revision as of 09:17, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
μεμορημένος: -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.
(6_10) |
(No difference)
|
μεμορημένος: -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.