γλυκύκρεως: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(No difference)
|
Revision as of 09:27, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύκρεως: -ων, γλυκὺ ἔχων κρέας, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86E (διάφ. γραφ. -κρεος). Ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.