Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρέας

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρέας Medium diacritics: κρέας Low diacritics: κρέας Capitals: ΚΡΕΑΣ
Transliteration A: kréas Transliteration B: kreas Transliteration C: kreas Beta Code: kre/as

English (LSJ)

τό, Dor. κρῆς (q.v.), Ep. κρεῖας dub. cj. in Anan.5.3; Att. gen.
A κρέως S.Fr.728; Cret. κρίως GDI5128 (Vaxos): pl. κρέα IG12.84.26, etc.; gen. κρεῶν Od.15.98, Hdt.1.73, IG12.10.7, Ar.Ra.191, etc.; Ep. κρειῶν Il.11.551, al., [[κρεάων [ᾰ]]] h.Merc.130; dat. κρέασι Il.12.311, κρέεσσι Orac. ap. Hdt.1.47, κρεάεσσι Epic.in Arch.Pap.7.4. [κρέᾰ Hom., E.Cyc.126, Ar.V.363, al., κρέ) elided Od.3.65, 470, Ar.Th. 558, κρέᾱ Antiph.20 (s.v.l.).]:—flesh, meat, Od.8.477, etc.; ἄρνειον κρέας = piece of lamb, Pherecr.45, cf. Ar.Pl.1137; ἐρίφειον Antiph.222.6; τρία κρέα [ἢ] καὶ πλείω X.Cyr.2.2.2; τέτταρα… κρέα μικρά Antiph. 172.3 (anap.): pl., mostly in collect. sense, dressed meat, Od.3.65, etc.; κρέα ἑφθά Hdt.3.23; κρέα ἀνάβραστα, ὠπτημένα>, Ar.Ra.553, Pl.894; κ. ὀρνίθεια Id.Nu.339; βοῶν Id.Pax1280; βόεια Pl.R. 338c; δαῖτα παιδείων κρεῶν A.Ag.1242, 1593; κρέας Ἀθηναίοις μερίζειν, νέμειν τῷ δήμῳ, IG22.334.15, 24.
2 carcass: hence, body, person, τοῦδε τοῦ κρέως (i.e. ἐμοῦ) S.l.c. (satyric): in Com. addresses, like κάρα, ὦ δεξιώτατον κρέας Ar.Eq.421, cf. 457: prov., ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει, ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει = to save one's bacon, Zen.4.85, cf. Plu.2.1087b; so νεναυμάχηκε τὴν περὶ τῶν κρεῶν Ar.Ra.191, v. Sch. (κρεϝας, cf. Skt. krauís 'raw meat', Lat. cruor.)

French (Bailly abrégé)

(τὸ), gén. κρέατος = att. κρέως ; plur. τὰ κρέατα = κρέα, gén. κρεάτων = κρεῶν;
1 chair, particul. chair à manger, au sg. morceau de viande ; τρία κρέα ἢ καὶ πλέα XÉN trois portions de viande ou plus ; τὰ κρέα viandes, morceaux de viande;
2 corps.
Étymologie: DELG cf. lat. cruor.

German (Pape)

τό, dor. auch κρῆς, nach Greg.Cor. 235; vgl. Ar. Ach. 795; Theocr. 1.6; Sophron bei Ath. III.87a (sanscr. krawja, lat. caro); gen. κρέατος, att. κρέως; plur. τὰ κρέατα, Hom. gew. τὰ κρέα, nach Greg.Cor. 359 auch κρῆ; gen. κρεάτων, gew. κρεῶν, p. κρειῶν, Od. 9.8 und öfter;
das Fleisch, Hom. und Folgde überall; im plur. Fleischstücke, zum Essen zubereitetes Fleisch; κρέα τ' ὀρνίθεια κιχηλᾶν Ar. Nub. 339; ἑφθά Her. 3.23; βόεια Plat. Rep. I.338c; τὰ σμικρὰ κρέα κατακόψαντα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν Euthyd. 301c; ἐγένετο ἑκάστῳ τρία κρέα ἢ καὶ πλείω Xen. Cyr. 2.2; 1, wie Antiphan. bei Ath. IV.130f. – Auch = der Körper, Soph. frg. 650, Ar. Ran. 190, und sonst in der gemeinen Umgangssprache.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρέας κρέως en κρέατος, τό, Dor. κρῆς, gen. κρέως, κρέατος; dat. κρέᾳ, κρέατι; plur. κρέα, κρέατα; gen. κρεῶν, κρεάτων, ep. κρεάων en κρειῶν; dat. κρέασι, ep. κρεάεσσι en κρέεσσι, vlees; portie vlees:; τοῦτο πόρε κρέας... Δημοδόκῳ geef deze portie vlees aan Demodocus Od. 8.477; κρέα ὀρνίθεια gevogelte Aristoph. Nub. 339; lijf, persoon:; νεναυμάχηκε τὴν περὶ τῶν κρεῶν hij heeft in de zeeslag voor zijn leven gevochten Aristoph. Ran. 191; als vocat.. ὦ δεξιώτατον κρέας allerhandigst stuk vreten! Aristoph. Eq. 421.

Russian (Dvoretsky)

κρέας: дор. κρῆς τό (gen. κρέατος - атт. κρέως; pl.: nom. κρέατα и κρέᾰ, gen. κρειῶν и κρεάων - атт. κρεῶν, dat. κρέασι - ион. κρέεσσι)
1 мясо, кусок мяса: κρέα ἀνάβραστα Arph. и ἑφτά Arst. вареное мясо; κρέα βοῶν Arph. или βόεια Plat. говядина; τρία κρέα Xen. три порции мяса;
2 презр. «шкура» (περὶ κρεῶν ναυμαχεῖν Arph.);
3 презр. (в обращении) человек, создание: ὦ δεξιώτατον κ.! Arph. ах ты, хитрец из хитрецов!

Greek (Liddell-Scott)

κρέας: τό, Δωρ. κρῆς, (ὃ ἴδε) Ἐπικ. κρεῖας Ἀναν. παρ’ Ἀθην. 282Β· Ἀττ. γεν. κρέως Σοφ. Ἀποσπ. 650a, Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· ― πληθ., κρέα· Ἀττ. γεν. κρεῶν Ὀδ. Ο. 98, Ἡρόδ. 1. 73, Ἀττ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἀλλαχοῦ Ἐπικ. κρειῶν· κρεάων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 130· δοτ. κρέασι Ἰλ. Μ. 311, κρέεσσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ πληθ. κρέατα. κρέᾰ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς Elmsl. εἰς Ἀχ. 1049· ὅθεν καὶ ἡ ἔκθλιψις κρέ’ Ὀδ. Γ. 65, 470, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558· ― ἀλλὰ κρέᾱ (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, 1, ἔνθα νῦν γράφεται κρέας. Ὡς καὶ νῦν, τεμάχιον σαρκός, Ὀδ. Θ. 477, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1137· ἄρνειον κρ. Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1, 4· ἐρίφειον Ἀντιφ. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 6· τρία κρέα ἢ καὶ πλέα Ξεν. Κύρ. 2.2, 2· τέτταρα κρέα… μικρά Ἀντιφ. ἐν «Οἰνομάῳ» 1, 3· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν περιληπτικῇ σημασία, κρέας μεμαγειρευμένον, παρεσκευασμένον, ἔδεσμα ἐκ κρέατος, Ὁμ., κτλ.· κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23· κρέα ἀνάβραστα, ὠπτημένα Ἀριστοφ. Βάτρ. 553, Πλ. 894· κρ. ὀρνίθεια Νεφ. 339· βοῶν Εἰρ. 1280· βόεια Πλάτ. Πολ. 338C· δαῖτα παιδείων κρεῶν Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1242, 1593. 2) σῶμα· ἐντεῦθεν, ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀποσπ. 650a (ἐκ σατυρικοῦ δράματος)· καὶ οὕτως ἐν κωμ. προφωνήσεσιν, ὡς τὸ κεφαλή, ὦ δεξιώτατον κρέας Ἀριστοφ. Ἱππ. 421, πρβλ. 457· παροιμ., λαγὼς τὸν περὶ κρεῶν δρόμον τρέχει, νὰ σώσῃ «τὸ τσιτσί του ἢ «τὸ πετσί του», Παροιμιογρ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1087· καὶ οὕτω πιθ. ἑρμηνευτέον τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 191, τὸν περὶ κρεῶν νεναυμάχηκε, ἀλλ’ ἴδε Σχολ. (Ἐκ τῶν εἰς ει τύπων γεν. πληθ., κρειῶν, κρεῖον, κτλ. πρβλ. πρὸς τὸ Σανσκρ. κρεFj· πρβλ. Λατ. caro· Ἀρχ. Σκανδιν. hrœ, Ἀγγλο-Σαξον. hreaw, Ἀρχ. Γερμ. hreô (πτῶμα).)

English (Autenrieth)

ατος, pl. κρέα and κρέατα, gen. κρεῶν and κρειῶν, dat. κρέασιν: flesh, meat, pl., pieces of dressed meat; κρέα, Od. 9.347.

English (Slater)

κρέας flesh, meat τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον the flesh of Pelops (O. 1.50) ἵνα κρεῶν νιν (= Νεοπτόλεμον) ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ meat of sacrifice. (N. 7.42)

English (Strong)

perhaps a primary word; (butcher's) meat: flesh.

English (Thayer)

τό (cf. Latin caro, cruor; Curtius, § 74), plural κρέα (cf. Winer's Grammar, 65 (63); (Buttmann, 15 (13))); (from Homer down); the Sept. very often for בָּשָׂר; (the) flesh (of a sacrificed animal): 1 Corinthians 8:13.

Greek Monolingual

το (AM κρέας, -ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῖας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως)
1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.)
2. η σάρκα τών σφαγίων, σε αντιδιαστολή με τη σάρκα τών ψαριών και τών μαλακίων ή με τα όσπρια, τα χορταρικά και τα ζυμαρικά (α. «βαρέθηκα να τρώω κάθε μέρα κρέας» β. «καὶ κρέα γε πρὸς τούτοισιν ἀνάβρασε εἴκοσιν ἀν' ἡμιωβολιαῖα», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τρώει τα κρέατά του» — σχίζει ή δαγκώνει τις σάρκες του από μανία, οργή ή μεγάλη λύπη
β) «θα του κάνω τα μούτρα κρέας»
i) θα τον δείρω πολύ
ii) θα τον κάνω να ντραπεί, θα τον εξευτελίσω
γ) «είναι ένα μάτσο κρέας» — είναι χοντρός και νωθρός
δ) «δεν πιάνει κρέας πάνω του» — δεν μπορεί να παχύνει
μσν.
1. θήραμα
2. ούλο
αρχ.
1. σώμα ή πτώμα
2. συνεκδ. άνθρωπος ή ζώο
3. παροιμ. «ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν (δρόμον) τρέχει» — λέγεται για κάποιον που, μπροστά σε κίνδυνο, σκέφτεται να σώσει μόνο τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. qrewәs- (< ΙΕ ρίζα qreu- «πηγμένο αίμα, ωμό κρέας»), αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. kravis «ωμό κρέας» και συνδέεται με λιθουαν. kraũjas «αίμα», αρχ. σλαβ. kroub «αίμα». Τη μηδενισμένη βαθμίδα kru- της ΙΕ ρίζας kreu- εμφανίζουν οι συγγενείς λ. κρύος, λατ. cruor «αίμα», crudus «ωμός, σκληρός» (από τη λατ. προήλθαν λέξεις διαφόρων ΙΕ γλωσσών, πρβλ. γαλλ. cru «ωμός», cruel «σκληρός», αγγλ. cruel, crude), αρχ. ιρλδ. cru «αίμα», αρχ. σλαβ. krŭvĭ «αίμα». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κρέας < κρέαρ (πρβλ. αρχ. ινδ. krūr-a «ωμός», αβεστ. xrūra).
ΠΑΡ. αρχ. κρείον, κρεΐσκος, κρεύλλιον, κρεώδης, κρεών, κρήινον
αρχ.-μσν.
κρεάδιον
νεοελλ.
κρεάτειος, κρεατένιος, κρεατερός, κρεατής, κρεατίλα, κρεάτινος, κρεατινός, κρεατώδης, κρεατώνω.
ΣΥΝΘ. Για τη λ. κρέας ως Α' συνθετικό βλ. κρε(ο)-. (Β' συνθετικό) πάγκρεας
αρχ.
αρτόκρεας, δίκρεας, δίκρεως, γλυκύκρεως, ηδύκρεως, καλλίκρεας, κατάκρεως, λιπόκρεως, πολύκρεως.

Greek Monotonic

κρέας: τό, Δωρ. κρῆς· Αττ. γεν. κρέω· πληθ. κρέᾰ, γεν. κρεῶ, Επικ. κρειῶν και κρεάων· δοτ. κρέασι, Επικ. επίσης·
1. κρέας, σάρκα, κομμάτι κρέατος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· τρία κρέα ἢ καὶ πλέα, σε Ξεν.· επίσης με περιληπτική σημασία, παρασκευασμένο κρέας, μαγειρεμένο κρέας ως έδεσμα, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. σώμα, άνθρωπος, ὦ δεξιώτατον κρέας, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: meat, piece of meat.
Other forms: Gen. κρέως (sec. κρέατος; Attica 338a); Pl. nom. κρέα (Il., innovation; very uncertain κρέατα Od.), gen. κρεῶν (IA.), also κρειῶν (Hom.; prob. for κρεέων), κρεάων (h. Merc. 130; Zumbach Neuerungen 3), dat. κρέασι (Il.), also κρέεσσι (Orac. ap. Hdt. 1, 47), κρεάεσσι (late Ep.).
Dialectal forms: Dor. κρῆς
Compounds: As 1. member usually κρεο- (after the ο-stems), e.g. κρεο-κοπέω cut meat (A., E.), also κρεω- (after γεω-, λεω- a. o.) as v.l. and e.g. in κρεω-δαίτης meat-distributor (Phld.), κρε-άγρα meat-pincer (Ar.; elision, from κρεο-), κρεα-νόμος, -έω, -ία distributing meat (E., Is., hell.; after ἀγορα-νόμος; after this κρεα-δοτέω, -σία), κρεη-φαγέω eat meat (Hp., analogical beside κρεο-φ.). Details on the inflection Schwyzer 516, Sommer Μνήμης χάριν 2, 145 ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 209 f.; on the form of the 1. member Solmsen Unt. 23 n. 1. Rarely as 2. member: πάγ-κρεας sweetbread, pancreas (Arist., medic.), γλυκύ-κρεος with sweet meat (Sophr.) a. o.
Derivatives: Diminut. κρεᾳδιον (IA.), κρεΐσκος (Alex. 189), κρεύλλιον (Theognost.); with κρεώδης meaty (Arist., Thphr.), κρεῖον butcher stall (I 206; H. κρήϊον), after ἀγγεῖον a.o.; not with Specht KZ 62, 230 n. 2 and Ursprung 126 from *κρέϜι-ον with old i-stem; quite uncertain κρηστήριον (Attica IVa).
Origin: IE [Indo-European] [621] *kreu₂- flesh
Etymology: But for the accent κρέας can be identical with Skt. kravíṣ- n. raw flesh; basis *kreuh₂s- n. Wrong Benveniste Origines 31. Skt. krūr-á- raw, bloody < *kruh₂-ro-. Beside it Skt. kravyám n. raw flesh = OPr. krawian n., Lith. kraũjas m. blood (all *kreuh₂-i̯-); with diff. ablaut e.g. OCS krъvь f. blood (*kruh-i-). - More forms Pok. 621f., W.-Hofmann s. cruor, crūdus, cruentus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kraũjas, Vasmer Russ. et.Wb. s. krovь.
See also: S. auch κρύος.

Middle Liddell

1. flesh, meat, a piece of meat, Od., etc.; τρία κρέα ἢ καὶ πλέα Xen.; also in collective sense, dressed meat, meat, flesh, Hom., etc.
2. a body, person, ὦ δεξιώτατον κρέας Ar.

Frisk Etymology German

κρέας: {kréas}
Forms: dor. κρῆς; Gen. κρέως (sek. κρέατος; Attika 338a); Pl. Nom. κρέα (seit Il., Neubildung; sehr unsicher κρέατα Od.), Gen. κρεῶν (ion. att.), auch κρειῶν (Hom.; wohl für κρεέων), κρεάων (h. Merc. 130; Zumbach Neuerungen 3), Dat. κρέασι (seit Il.), auch κρέεσσι (Orac. ap. Hdt. 1, 47), κρεάεσσι (sp. Ep.).
Grammar: n.
Meaning: Fleisch, Fleischstück.
Composita: Als Vorderglied gewöhnlich κρεο- (nach den ο-Stämmen), z.B. κρεοκοπέω Fleisch hauen (A., E.), auch κρεω- (nach γεω-, λεω- u. a.) als v.l. und z.B. in κρεωδαίτης Fleischverteiler (Phld.), κρεάγρα Fleischzange (Ar. u.a.; Elision, u. zwar wohl aus κρεο-), κρεανόμος, -έω, -ία Fleisch verteilend (E., Is., hell. u. sp.; nach ἀγορανόμος; danach κρεαδοτέω, -σία), κρεηφαγέω Fleisch essen (Hp. u. a., analogisch neben κρεοφ.). Einzelheiten zur Flexion Schwyzer 516 m. Lit., Sommer Μνήμης χάριν 2, 145 ff. m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 209 f.; zur Form des Vorderglieds Solmsen Unt. 23 A. 1. Selten als Hinterglied: πάγκρεας Kalbsmilch, Bauchspeicheldrüse (Arist., Mediz.), γλυκύκρεος mit süßem Fleisch (Sophr.) u. a.
Derivative: Ableitungen: Deminutiva κρεᾴδιον (ion. att.), κρεΐσκος (Alex. 189), κρεύλλιον (Theognost.); dazu κρεώδης fleischig (Arist., Thphr. u.a.), κρεῖον Fleischbank (I 206; H. κρήϊον), nach ἀγγεῖον u.a.; nicht mit Specht KZ 62, 230 A. 2 und Ursprung 126 aus *κρέϝιον mit altem i-Stamm; ganz unsicher κρηστήριον (Attika IVa).
Etymology: Bis auf den Akzent kann κρέας mit aind. kravíṣ- n. rohes Fleisch identisch sein; Grundform dann *qreu̯əs- n. Anders Benveniste Origines 31: κρέας Neubildung für *κρέαρ mit demselben r-Stamm wie z.B. in aind. krūr-á- roh, blutig. Daneben mit anderer Stammbildung aind. kravyám n. rohes Fleisch = apreuß. krawian n., lit. kraũjas m. Blut; mit anderem Ablaut z.B. aksl. krъvь f. Blut. — Weitere Formen m. reicher Lit. WP. 1, 478 f., Pok. 621f., W.-Hofmann s. cruor, crūdus, cruentus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kraũjas, Vasmer Russ. et.Wb. s. krovь. S. auch κρύος.
Page 2,11-12

Chinese

原文音譯:kršaj 克雷阿士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:肉
字義溯源:食用肉^,肉
出現次數:總共(2);羅(1);林前(1)
譯字彙編
1) 肉(2) 羅14:21; 林前8:13

Mantoulidis Etymological

-κρέως τό. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: κρεῖον (=μαγειρικό τραπέζι), κρεώδης (=σαρκώδης), κρεανομῶ (=μοιράζω κρέας), κρεουργῶ (=κόβω κρέας).

Translations

Abkhaz: ажьы; Afar: cado; Afrikaans: vleis; Ai-Cham: naːn⁴; Ainu: カㇺ; Albanian: mish; Amharic: ሥጋ; Andi: рикьи; Arabic: لَحْم‎; Egyptian Arabic: لحمة‎; South Levantine Arabic: لحمة‎; Iraqi Arabic: لحم‎; San'ani Arabic: شركة‎; Aramaic Classical Syriac: ܒܣܪܐ‎; Archi: акь; Armenian: միս; Aromanian: carne; Ashkun: mos; Assamese: মাংস, মঙহ; Asturian: carne; Avar: гьан; Azerbaijani: ət; Baluchi: گوشت‎; Bashkir: ит; Basque: haragi, okela; Bats: დითხ, დითხი̆; Bavarian: Fleisch; Beja: shaat; Belarusian: мяса; Bengali: গোশত, মাংস; Berber Central Atlas Tamazight: ⴰⴽⵙⵓⵎ; Kabyle: aksum; Tachawit: aksum; Bikol Central: karne; Borôro: ködü; Bouyei: noh; Breton: kig; Brunei Malay: daging; Bulgarian: месо; Burmese: အသား, မံသ; Catalan: carn; Cebuano: unod, karne; Chadong: naːn⁴; Chamicuro: pekano; Chechen: жижиг; Cherokee: ᎭᏫᏯ; Chichewa: nyama; Chinese Cantonese: 肉; Dungan: жу; Mandarin: 肉; Min Nan: 肉; Chukchi: тэкичгын; Chuvash: аш; Coptic: ⲁⲃ, ⲁϥ; Crimean Tatar: et; Czech: maso; Dalmatian: cuarne, kuarno; Danish: kød; Dongxiang: migva; Drung: sha; Dutch: vlees; Dzongkha: ཤ; Eastern Arrernte: kere; Eastern Cham: ꨣꨯꨤꨱꨥ; Elfdalian: tjyöt; Esperanto: viando; Estonian: liha; Even: улрэ; Evenki: уллэ; Faroese: kjøt; Finnish: liha; French: viande; Friulian: cjâr, cjar, čhâr; Galician: carne; Georgian: ხორცი, ჩიჩია; German: Fleisch; Gothic: 𐌼𐌹𐌼𐌶, 𐌼𐌰𐍄𐍃; Greek: κρέας; Ancient Greek: κρέας; Doric: κρῆς; Greenlandic: neqi; Hausa: nama; Hebrew: בָּשָׂר‎; Hindi: गोश्त, मांस, माँस, लहम; Hungarian: hús; Icelandic: kjöt; Ido: karno; Indonesian: daging; Ingush: дулх; Irish: feoil; Italian: carne; Iu Mien: orv; Japanese: 肉, 身; Jarai: mơnŏng; Javanese: iwak, ulam, daging; Kabyle: aksum; Kaingang: nĩ; Kamkata-viri: mus; Kashubian: miãso; Kazakh: ет; Khinalug: лыкка; Khmer: សាច់, មំសៈ; Kikai: 肉, 身; Kom: njwò; Korean: 고기, 살, 육(肉); Kriol: bif; Kristang: kandri; Kurdish Northern Kurdish: goşt; Kunigami: 肉, 身; Kyrgyz: эт; Lak: дикӏ; Lao: ຊີ້ນ, ເນຶ້ອ; Latgalian: gale; Latin: caro; Latvian: gaļa; Laz: xorǯi; Lezgi: йак, як; Ligurian: càrne; Lithuanian: mėsa; Low German: Fleesch; Luxembourgish: Fleesch; Lü: ᦋᦲᧃᧉ; Macedonian: месо; Maguindanao: sapu; Mak: naːn⁴; Malay: daging; Malayalam: ഇറച്ചി; മാംസം; Maltese: laħam; Manchu: ᠶᠠᠯᡳ; Manx: feill; Maonan: naːn⁴; Maore Comorian: nyama; Maori: mīti; Maranao: sapo'; Mingrelian: ხორცი; Miyako: 肉, 身; Mongolian Cyrillic: мах; Nahuatl Classical: nacatl; Highland Puebla: nacat; Mecayapan: nacaꞌ; Northern Puebla: nacatl; Tetelcingo: nacatl; Nanai: уликсэ; Navajo: atsįʼ; Neapolitan: ciacella, carne, carn, carna; Ngazidja Comorian: nyama; North Frisian: Meet; Northern Amami-Oshima: 肉, 身; Northern Sami: biergu; Northern Norwegian Bokmål: kjøtt; Nynorsk: kjøt, kjøtt; Occitan: carn; Okinawan: 肉, 身; Oki-No-Erabu: 肉, 身; Old Church Slavonic Cyrillic: мѧсо; Old English: flǣsċ; Old Javanese: dagiṅ; Old Old Portuguese: carne; Old Prussian: mēnsa; Oromo: foon; Ossetian: фыд; Pacoh: xách, xéich; Pali: maṁsa; Pashto: غوښه‎; Persian: گوشت‎; Phu Pite Sami: bärrgo; Pitjantjatjara: kuka; Plautdietsch: Fleesch; Polish: mięso; Portuguese: carne; Prasuni: musuk; Quechua: aycha; Romani: mas; Romanian: carne; Romansch: charn, carn, tgarn, tgern; Russian: мясо; Rusyn: мнясо; S'gaw Karen: ညၣ်; Saho: xazo; Samoan: fasipovi; Sanskrit: मांस; Vedic: मांस्, मास्; Sardinian: pètha; Scottish Gaelic: feòil; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̑со; Roman: mȇso; Shan: ၼိူဝ်ႉ; Sherpa: ཤ; Sicilian: carni; Sinhalese: මස්; Skolt Sami: vueʹǯǯ; Slovak: mäso; Slovene: meso; Somali: hilib; Sorbian Lower Sorbian: měso; Upper Sorbian: mjaso; Sotho: nama; Southern Amami-Oshima: 肉, 身; Southern Sami: bearkoe; Southern Spanish: carne; Svan: ლეღვ; Swahili: nyama; Swedish: kött; Tabasaran: йикк; Tachawit: aksum; Tagalog: karne, laman; Tajik: гӯшт; Talysh: گوژد‎; Tamil: இறைச்சி; Tashelhit: ⵜⵉⴼⵢⵢⵉ; Tatar: ит; Telugu: మాంసం; Tetum: na'an; Thai: เนื้อ; Tibetan: ཤ, གསོལ་དཀྲུམ; Tigrinya: ስጋ; Tocharian B: misa; Tok Pisin: mit; Toku-no-Shima: 肉, 身; Tongan: kakanoʻi manu; Turkish: et; Turkmen: et; Tuvan: эът; Udi: екъ; Ugaritic: 𐎌𐎛𐎗; Ukrainian: м'ясо; Unami: wiyus; Urdu: گوشت‎, مانس‎; Uyghur: گۆش‎; Uzbek: goʻsht; Venetian: carne; Vietnamese: thịt; Volapük: mit; Waigali: mus; Walloon: tchå; Welsh: cig; West Frisian: fleis; White Hmong: nqaij; Wolof: yàpp; Yaeyama: 肉, 身; Yagnobi: ёта; Yakut: эт; Yiddish: פֿלייש‎; Yonaguni: 肉, 身; Yoron: 肉, 身; Yup'ik: kemek; Yámana: antapa; Zazaki: goşt; Zealandic: vleis, vleês; Zhuang: noh, nwx; Zulu: inyama; ǃXóõ: ʘàje