ἀνθρωποϋπόστατος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(No difference)
|
Revision as of 09:41, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποϋπόστατος: -ον, ὁ ἔχων ἀνθρωπίνην ὑπόστασιν, Ἀθαν. τ. 2, σ. 396Β, ἔκδ. Βενεδ.
(6_17) |
(No difference)
|
ἀνθρωποϋπόστατος: -ον, ὁ ἔχων ἀνθρωπίνην ὑπόστασιν, Ἀθαν. τ. 2, σ. 396Β, ἔκδ. Βενεδ.