ἀνθρωποϋπόστατος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποϋπόστατος: -ον, ὁ ἔχων ἀνθρωπίνην ὑπόστασιν, Ἀθαν. τ. 2, σ. 396Β, ἔκδ. Βενεδ.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene una hipóstasis humana ἡ Χριστοῦ σάρκωσις ... οὐδαμῶς ἀ. Ath.Al.M.28.925B.