δευτεροδεκάτη: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_10)
(No difference)

Revision as of 09:42, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

δευτεροδεκάτη: ἡ, ἡ δευτέρα δεκάτη, τὸ δέκατον τοῦ δεκάτου, ὅπερ ἔδιδον οἱ Λευῖται εἰς τοὺς ἱερεῖς, Ἰεζ. 45.