ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ἀπόρρῠμα: -ατος, τό, = ἀπορροὴ, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 269. ΙΙ. μέτρον Αἰγυπτιακὸν διὰ ὑγρά, ὁ αὐτ. 2. 182D.