3,277,172
edits
(13_7_1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, att. [[ῥύμβος]], 1) jeder kreisförmige Körper; dah. – a) der Kreisel, ein Spielzeug der Knaben, [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτω κτύπον ἀποτελοῦσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1139. – b) der Zauberkreisel, das Rad, das Zauberer u. Zaubrerinnen bei magischen Gebräuchen, Weihungen, Beschwörungen umzudrehen pflegten; Theocr. 2, 30; Luc. D. Mer. 4, 5. – Aber ῥόμβῳ καὶ τυπάνῳ Ῥείην Φρύγες ἱλάσκονται Ap. Rh. 1, 1139, E. M., ist = [[ῥόπτρον]], Pauke. – c) eine mathematische Figur, die zwei mit der Grundfläche aufeinandergesetzte Kegel bildet, ein Rhombus, M, them.; vgl. Schol. Theocr. 2, 18; u. so auch Ath. XII, 525 zu nehmen: κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά, wo Schweigh. zu vgl. – Daher d) ein Fischgeschlecht, die Rochen, Butten, Schollen, wegen ihrer Aehnlichkeit mit der Gestalt eines Rhombus, Ath. VII, 330. – 2) schnelle, kreisförmige Bewegung, Umschwung; αἰετοῦ ῥόμβον ἴσχει Pind. I. 3, 65; das Herumbewegen im Kreise, das Schleudern, ἀκόντων Ol. 13, 94; ῥόμβῳ ἑλισσομένα [[κύκλιος]] [[ἔνοσις]] Eur. Hel. 1378; sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, att. [[ῥύμβος]], 1) jeder kreisförmige Körper; dah. – a) der Kreisel, ein Spielzeug der Knaben, [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτω κτύπον ἀποτελοῦσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1139. – b) der Zauberkreisel, das Rad, das Zauberer u. Zaubrerinnen bei magischen Gebräuchen, Weihungen, Beschwörungen umzudrehen pflegten; Theocr. 2, 30; Luc. D. Mer. 4, 5. – Aber ῥόμβῳ καὶ τυπάνῳ Ῥείην Φρύγες ἱλάσκονται Ap. Rh. 1, 1139, E. M., ist = [[ῥόπτρον]], Pauke. – c) eine mathematische Figur, die zwei mit der Grundfläche aufeinandergesetzte Kegel bildet, ein Rhombus, M, them.; vgl. Schol. Theocr. 2, 18; u. so auch Ath. XII, 525 zu nehmen: κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά, wo Schweigh. zu vgl. – Daher d) ein Fischgeschlecht, die Rochen, Butten, Schollen, wegen ihrer Aehnlichkeit mit der Gestalt eines Rhombus, Ath. VII, 330. – 2) schnelle, kreisförmige Bewegung, Umschwung; αἰετοῦ ῥόμβον ἴσχει Pind. I. 3, 65; das Herumbewegen im Kreise, das Schleudern, ἀκόντων Ol. 13, 94; ῥόμβῳ ἑλισσομένα [[κύκλιος]] [[ἔνοσις]] Eur. Hel. 1378; sp. D. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥόμβος''': ἢ [[ῥύμβος]], ὁ· ([[ῥέμβω]]) - Λατ. rhombus turbo, «[[ῥόμβος]]· [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσι ἱμᾶσι τύπτοντες καὶ [[οὕτως]] κτύπον ἀποτελοῦσι» (Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1139)· ῥόμβων θ’ εἰλισσόμενα [[κύκλιος]] ἔνοσις αἰθερία Εὐρ. Ἑλ. 1362 ([[ἔνθα]] ἴδε Musgi· παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀνθ. Π. 6. 309. 2) μαγικὸς [[τροχός]], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μάγοις καὶ ταῖς φαρμακευτρίαις, [[ὅπως]] βοηθῇ ταῖς μαγείαις αὐτῶν, παρὰ Προσπερτ. rhombi, rota, χὼς δινεῖθ’ ὅδε [[ῥόμβος]] ὁ [[χάλκεος]] ἐξ Ἀφροδίτας, ὣς [[τῆνος]] δινοῖτο ποθ’ ἁμετέρῃσι θύρῃσιν, «καθὰ στρέφεται [[οὗτος]] ὁ [[χάλκεος]] [[τροχός]], [[οὕτως]] [[ἐκεῖνος]] στρέφοιτο παρὰ ταῖς ἐμαῖς θύραις» (Σχόλ.) Θεόκρ. 2. 30, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· πρβλ. Ὁρατ. Ἐπῳδ. 17. 7, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ἶυγξ]]. 3) [[εἶδος]] τυμπάνου μικροῦ οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ὁμοία τῇ τοῦ ῥόπτρου II, κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Ρέας, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 15, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 288, Διογένης ὁ Τραγικὸς παρ’ Ἀθην. 636Α, Ἀπολλ. Ρόδ. ἐνθ’ ἀνωτ. II. [[κίνησις]] περιστροφικὴ οἵα ἡ τοῦ ῥόμβου («σβούρας») ἢ τροχοῦ, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, ἐκπέμποντα περιστρεφόμενα βέλη, Πινδ. Ν. 13. 134· ῥ. αἰετοῦ, ἡ κυκλοτερὴς [[κίνησις]] [[αὐτοῦ]] καὶ [[ὁρμή]], ὁ αὐτ. ἐν I. 4. 81 (3. 65)· ῥ. κυμβάλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 48· ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 596· - μεταφορ., Νέμεσις καὶ ῥ. [[ἀλάστωρ]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 93. - [[Κατὰ]] τοὺς γραμμ. τὸ μὲν [[ῥύμβος]] [[εἶναι]] Ἀττικ., τὸ δὲ [[ῥόμβος]] Ἑλληνικ., «τὸν δὲ ῥόμβον οἱ Ἀττικοὶ ῥύμβον καλοῦσι» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 30. Β. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς [[ῥόμβος]] [[εἶναι]] [[σχῆμα]] εὐθύγραμμον ἔχον δύο ὀξείας γωνίας καὶ δύο ἀμβλείας καὶ οὗ αἱ πλευραί εἰσι παράλληλοι καὶ τὸ ὅλον τετράγωνον, κοινῶς «μπακλαβωτὸν» οὕτω: ◊ Ἀριστ. Μηχαν. 23, 1, Εὐκλείδ. 1, Ὅροι 32.· ῥ. Στερεός, [[σχῆμα]] συνιστάμενον ἐκ δύο κώνων συνημμένας ἐν τῷ αὐτῷ τὰς βάσεις ἐχόντων, Ἀρχιμήδ. 2) [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ κατὰ τοὺς Βυζαντίνους σύαξ, κοινῶς «συάκι». - [[Κατὰ]] τὸν Ἀθήν. 330Β: «Ρωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον, καὶ ἔστι τὸ [[ὄνομα]] Ἑλληνικόν. Ναυσικράτης ἐν Ναυκλήροις κτλ.»· καὶ τὴν παρ’ Ἀριστοτέλει ψῆτταν ὁ Πλίνιος μεθερμήνευσε rhombum, «παραπλήσια γὰρ τὰ ζῷα καὶ δυσδιάκριτα, ῥομβοειδῆ ἀμφότερα [[ὄντα]]· ἀλλ’ ἔστιν ἡ μὲν [[ψῆττα]] ἢ ψῆσσα τὸ παρ’ ἡμῖν ψησσίον, ὁ δὲ [[ῥόμβος]] (Γαλλ. turbot) τὸ [[συάκιον]], ὃ σύαξ ἀρσενικῶς ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν συγγραφέων» κτλ. Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 90. 3) [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]] κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. 4) [[σχῆμα]] ῥόμβου ἐνυφασμένον εἰς ὑφάσματα, ἰοβαφῆ καὶ πορφυρᾶ καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ (δηλ. ἱμάτια) Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 525C. | |||
}} | }} |