3,277,700
edits
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥόμβος''': ἢ [[ῥύμβος]], ὁ· ([[ῥέμβω]]) - Λατ. rhombus turbo, «[[ῥόμβος]]· [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσι ἱμᾶσι τύπτοντες καὶ [[οὕτως]] κτύπον ἀποτελοῦσι» (Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1139)· ῥόμβων θ’ εἰλισσόμενα [[κύκλιος]] ἔνοσις αἰθερία Εὐρ. Ἑλ. 1362 ([[ἔνθα]] ἴδε Musgi· παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀνθ. Π. 6. 309. 2) μαγικὸς [[τροχός]], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μάγοις καὶ ταῖς φαρμακευτρίαις, [[ὅπως]] βοηθῇ ταῖς μαγείαις αὐτῶν, παρὰ Προσπερτ. rhombi, rota, χὼς δινεῖθ’ ὅδε [[ῥόμβος]] ὁ [[χάλκεος]] ἐξ Ἀφροδίτας, ὣς [[τῆνος]] δινοῖτο ποθ’ ἁμετέρῃσι θύρῃσιν, «καθὰ στρέφεται [[οὗτος]] ὁ [[χάλκεος]] [[τροχός]], [[οὕτως]] [[ἐκεῖνος]] στρέφοιτο παρὰ ταῖς ἐμαῖς θύραις» (Σχόλ.) Θεόκρ. 2. 30, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· πρβλ. Ὁρατ. Ἐπῳδ. 17. 7, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ἶυγξ]]. 3) [[εἶδος]] τυμπάνου μικροῦ οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ὁμοία τῇ τοῦ ῥόπτρου II, κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Ρέας, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 15, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 288, Διογένης ὁ Τραγικὸς παρ’ Ἀθην. 636Α, Ἀπολλ. Ρόδ. ἐνθ’ ἀνωτ. II. [[κίνησις]] περιστροφικὴ οἵα ἡ τοῦ ῥόμβου («σβούρας») ἢ τροχοῦ, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, ἐκπέμποντα περιστρεφόμενα βέλη, Πινδ. Ν. 13. 134· ῥ. αἰετοῦ, ἡ κυκλοτερὴς [[κίνησις]] [[αὐτοῦ]] καὶ [[ὁρμή]], ὁ αὐτ. ἐν I. 4. 81 (3. 65)· ῥ. κυμβάλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 48· ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 596· - μεταφορ., Νέμεσις καὶ ῥ. [[ἀλάστωρ]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 93. - [[Κατὰ]] τοὺς γραμμ. τὸ μὲν [[ῥύμβος]] [[εἶναι]] Ἀττικ., τὸ δὲ [[ῥόμβος]] Ἑλληνικ., «τὸν δὲ ῥόμβον οἱ Ἀττικοὶ ῥύμβον καλοῦσι» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 30. Β. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς [[ῥόμβος]] [[εἶναι]] [[σχῆμα]] εὐθύγραμμον ἔχον δύο ὀξείας γωνίας καὶ δύο ἀμβλείας καὶ οὗ αἱ πλευραί εἰσι παράλληλοι καὶ τὸ ὅλον τετράγωνον, κοινῶς «μπακλαβωτὸν» οὕτω: ◊ Ἀριστ. Μηχαν. 23, 1, Εὐκλείδ. 1, Ὅροι 32.· ῥ. Στερεός, [[σχῆμα]] συνιστάμενον ἐκ δύο κώνων συνημμένας ἐν τῷ αὐτῷ τὰς βάσεις ἐχόντων, Ἀρχιμήδ. 2) [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ κατὰ τοὺς Βυζαντίνους σύαξ, κοινῶς «συάκι». - [[Κατὰ]] τὸν Ἀθήν. 330Β: «Ρωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον, καὶ ἔστι τὸ [[ὄνομα]] Ἑλληνικόν. Ναυσικράτης ἐν Ναυκλήροις κτλ.»· καὶ τὴν παρ’ Ἀριστοτέλει ψῆτταν ὁ Πλίνιος μεθερμήνευσε rhombum, «παραπλήσια γὰρ τὰ ζῷα καὶ δυσδιάκριτα, ῥομβοειδῆ ἀμφότερα [[ὄντα]]· ἀλλ’ ἔστιν ἡ μὲν [[ψῆττα]] ἢ ψῆσσα τὸ παρ’ ἡμῖν ψησσίον, ὁ δὲ [[ῥόμβος]] (Γαλλ. turbot) τὸ [[συάκιον]], ὃ σύαξ ἀρσενικῶς ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν συγγραφέων» κτλ. Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 90. 3) [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]] κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. 4) [[σχῆμα]] ῥόμβου ἐνυφασμένον εἰς ὑφάσματα, ἰοβαφῆ καὶ πορφυρᾶ καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ (δηλ. ἱμάτια) Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 525C. | |lstext='''ῥόμβος''': ἢ [[ῥύμβος]], ὁ· ([[ῥέμβω]]) - Λατ. rhombus turbo, «[[ῥόμβος]]· [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσι ἱμᾶσι τύπτοντες καὶ [[οὕτως]] κτύπον ἀποτελοῦσι» (Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1139)· ῥόμβων θ’ εἰλισσόμενα [[κύκλιος]] ἔνοσις αἰθερία Εὐρ. Ἑλ. 1362 ([[ἔνθα]] ἴδε Musgi· παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀνθ. Π. 6. 309. 2) μαγικὸς [[τροχός]], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μάγοις καὶ ταῖς φαρμακευτρίαις, [[ὅπως]] βοηθῇ ταῖς μαγείαις αὐτῶν, παρὰ Προσπερτ. rhombi, rota, χὼς δινεῖθ’ ὅδε [[ῥόμβος]] ὁ [[χάλκεος]] ἐξ Ἀφροδίτας, ὣς [[τῆνος]] δινοῖτο ποθ’ ἁμετέρῃσι θύρῃσιν, «καθὰ στρέφεται [[οὗτος]] ὁ [[χάλκεος]] [[τροχός]], [[οὕτως]] [[ἐκεῖνος]] στρέφοιτο παρὰ ταῖς ἐμαῖς θύραις» (Σχόλ.) Θεόκρ. 2. 30, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· πρβλ. Ὁρατ. Ἐπῳδ. 17. 7, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ἶυγξ]]. 3) [[εἶδος]] τυμπάνου μικροῦ οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ὁμοία τῇ τοῦ ῥόπτρου II, κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Ρέας, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 15, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 288, Διογένης ὁ Τραγικὸς παρ’ Ἀθην. 636Α, Ἀπολλ. Ρόδ. ἐνθ’ ἀνωτ. II. [[κίνησις]] περιστροφικὴ οἵα ἡ τοῦ ῥόμβου («σβούρας») ἢ τροχοῦ, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, ἐκπέμποντα περιστρεφόμενα βέλη, Πινδ. Ν. 13. 134· ῥ. αἰετοῦ, ἡ κυκλοτερὴς [[κίνησις]] [[αὐτοῦ]] καὶ [[ὁρμή]], ὁ αὐτ. ἐν I. 4. 81 (3. 65)· ῥ. κυμβάλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 48· ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 596· - μεταφορ., Νέμεσις καὶ ῥ. [[ἀλάστωρ]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 93. - [[Κατὰ]] τοὺς γραμμ. τὸ μὲν [[ῥύμβος]] [[εἶναι]] Ἀττικ., τὸ δὲ [[ῥόμβος]] Ἑλληνικ., «τὸν δὲ ῥόμβον οἱ Ἀττικοὶ ῥύμβον καλοῦσι» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 30. Β. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς [[ῥόμβος]] [[εἶναι]] [[σχῆμα]] εὐθύγραμμον ἔχον δύο ὀξείας γωνίας καὶ δύο ἀμβλείας καὶ οὗ αἱ πλευραί εἰσι παράλληλοι καὶ τὸ ὅλον τετράγωνον, κοινῶς «μπακλαβωτὸν» οὕτω: ◊ Ἀριστ. Μηχαν. 23, 1, Εὐκλείδ. 1, Ὅροι 32.· ῥ. Στερεός, [[σχῆμα]] συνιστάμενον ἐκ δύο κώνων συνημμένας ἐν τῷ αὐτῷ τὰς βάσεις ἐχόντων, Ἀρχιμήδ. 2) [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ κατὰ τοὺς Βυζαντίνους σύαξ, κοινῶς «συάκι». - [[Κατὰ]] τὸν Ἀθήν. 330Β: «Ρωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον, καὶ ἔστι τὸ [[ὄνομα]] Ἑλληνικόν. Ναυσικράτης ἐν Ναυκλήροις κτλ.»· καὶ τὴν παρ’ Ἀριστοτέλει ψῆτταν ὁ Πλίνιος μεθερμήνευσε rhombum, «παραπλήσια γὰρ τὰ ζῷα καὶ δυσδιάκριτα, ῥομβοειδῆ ἀμφότερα [[ὄντα]]· ἀλλ’ ἔστιν ἡ μὲν [[ψῆττα]] ἢ ψῆσσα τὸ παρ’ ἡμῖν ψησσίον, ὁ δὲ [[ῥόμβος]] (Γαλλ. turbot) τὸ [[συάκιον]], ὃ σύαξ ἀρσενικῶς ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν συγγραφέων» κτλ. Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 90. 3) [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]] κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. 4) [[σχῆμα]] ῥόμβου ἐνυφασμένον εἰς ὑφάσματα, ἰοβαφῆ καὶ πορφυρᾶ καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ (δηλ. ἱμάτια) Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 525C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />tout objet de forme circulaire <i>ou</i> tournant :<br /><b>1</b> rouet de magicien;<br /><b>2</b> turbot, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέμβω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἴυγξ]]. | |||
}} | }} |