διαπίμπλαμαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(No difference)
|
Revision as of 10:03, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
διαπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.
(6_20) |
(No difference)
|
διαπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.