σαφηνίζω
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
A make clear or make plain, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ ib.227, cf. 621; ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν Id.Ch.678; σαφηνίζω τοὺς κρατιστεύοντας X.Cyr.8.4.5; τὴν παιδείαν Id.Lac.2.1, cf. Mem.4.3.4, 4.7.6; σαφηνίζω τὴν βασιλείαν = determine the succession, Id.Cyr.8.7.9.
2 abs., articulate clearly, Hp. Carn.18; τῇ φωνῇ Arist.HA633a12, cf.Pr.888b10, 902a6.
German (Pape)
[Seite 866] deutlich machen, erklären, erläutern; τοῦτο δὴ σαφηνιῶ, Aesch. Prom. 727; ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν, Ch. 667; u. in Prosa: Xen. Cyr. 8, 4, 4; τὴν βασιλείαν, d. i. den Thronfolger bestimmen, 8, 7, 9; Mem. 4, 3, 4; Sp.
French (Bailly abrégé)
f. σαφηνιῶ;
rendre clair ; montrer, indiquer clairement : τι qch ; τὴν βασιλείαν XÉN déterminer l'ordre de succession au trône.
Étymologie: σαφηνής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαφηνίζω [σαφηνής] duidelijk maken, uitleggen:; τοῦτο δὴ σαφηνιῶ dat zal ik dus duidelijk maken Aeschl. PV 227; gearticuleerd spreken. Hp.
Russian (Dvoretsky)
σᾰφηνίζω:
1 объяснять, разъяснять (τι Aesch., Xen.);
2 указывать, показывать (ὁδόν Aesch.);
3 приводить в ясность, точно устанавливать: σ. τὴν βασιλείαν Xen. назначить престолонаследника;
4 издавать ясные звуки, говорить членораздельно Arst.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σαφηνής
καθιστώ κάτι σαφές, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, επεξηγώ
αρχ.
1. απόλ. προφέρω καθαρά
2. φρ. «σαφηνίζω τὴν βασιλείαν» — ορίζω με σαφήνεια τον διάδοχο της βασιλείας.
Greek Monotonic
σᾰφηνίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, καθιστώ κάτι ξεκάθαρο ή απλό, διευκρινίζω, επεξηγώ, διαφωτίζω, σε Αισχύλ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰφηνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (σαφηνὴς) ποιῶ τι σαφές, κατάδηλον, ἐξηγοῦμαι σαφῶς, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 227, πρβλ. 621· ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 678· σ. τοὺς κρατιστεύοντας Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· τὴν παιδείαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. Λακ. 2, 1, πρβλ. Ἀπομν. 4. 3, 4., 4. 7, 6· σ. τὴν βασιλείαν, ὁρίζω τὴν διαδοχὴν τῆς βασιλείας, ὁ αὐτ. ἐν Κὺρ. 8. 7, 9. 2) ἀπολ., σαφῶς, καθαρῶς προφέρω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 7, Προβλ. 8. 14., 11. 27, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαφήνισον· ἑρμήνευσον». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.
Middle Liddell
σᾰφηνίζω, [from σᾰφηνής]
to make clear or plain, point out clearly, explain, Aesch., Xen.