σκιαδηφόρος: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(13_2) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] 1) den Sonnenschirm tragend, Poll. 7, 134. – 2) ein Schirmdach tragend, u. übh. Schatten gebend, δένδρα Ael. H. A. 16, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] 1) den Sonnenschirm tragend, Poll. 7, 134. – 2) ein Schirmdach tragend, u. übh. Schatten gebend, δένδρα Ael. H. A. 16, 18. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκιᾰδηφόρος''': -ον, (σκιὰς) ὁ φέρων [[σκιάδειον]] ἢ [[ἀνθήλιον]], ἐκαλοῦντο δὲ [[οὕτως]] αἱ θυγατέρες τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι σκιάδεια καὶ σκιάζωσι τὰς κανηφόρους κατὰ τὴν πομπήν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 134 (ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 174, σκιαδοφόροι)· πρβλ. [[σκαφηφόρος]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ σκέπων, σκιάζων, σκιερός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 18. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:06, 5 August 2017
English (LSJ)
(parox.), ον, (σκιάς)
A carrying a sunshade, of the daughters of μέτοικοι at Athens, who carried sunshades for the κανηφόροι in the Panathenaic procession, v.l.ib.134 (but σκιαδοφόροι ib.174). II generally, shading, shady, Ael.NA16.18.
German (Pape)
[Seite 897] 1) den Sonnenschirm tragend, Poll. 7, 134. – 2) ein Schirmdach tragend, u. übh. Schatten gebend, δένδρα Ael. H. A. 16, 18.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾰδηφόρος: -ον, (σκιὰς) ὁ φέρων σκιάδειον ἢ ἀνθήλιον, ἐκαλοῦντο δὲ οὕτως αἱ θυγατέρες τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι σκιάδεια καὶ σκιάζωσι τὰς κανηφόρους κατὰ τὴν πομπήν, Πολυδ. Ζ΄, 134 (ἀλλ’ αὐτόθι 174, σκιαδοφόροι)· πρβλ. σκαφηφόρος. ΙΙ. καθόλου, ὁ σκέπων, σκιάζων, σκιερός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 18.