3,276,932
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιᾰδηφόρος''': -ον, (σκιὰς) ὁ φέρων [[σκιάδειον]] ἢ [[ἀνθήλιον]], ἐκαλοῦντο δὲ [[οὕτως]] αἱ θυγατέρες τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι σκιάδεια καὶ σκιάζωσι τὰς κανηφόρους κατὰ τὴν πομπήν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 134 (ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 174, σκιαδοφόροι)· πρβλ. [[σκαφηφόρος]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ σκέπων, σκιάζων, σκιερός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 18. | |lstext='''σκιᾰδηφόρος''': -ον, (σκιὰς) ὁ φέρων [[σκιάδειον]] ἢ [[ἀνθήλιον]], ἐκαλοῦντο δὲ [[οὕτως]] αἱ θυγατέρες τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι σκιάδεια καὶ σκιάζωσι τὰς κανηφόρους κατὰ τὴν πομπήν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 134 (ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 174, σκιαδοφόροι)· πρβλ. [[σκαφηφόρος]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ σκέπων, σκιάζων, σκιερός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a des rameaux en ombelle.<br />'''Étymologie:''' [[σκιάς]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |