3,271,376
edits
(13_4) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] u. παραζευγνύω (s. [[ζεύγνυμι]]), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] u. παραζευγνύω (s. [[ζεύγνυμι]]), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραζεύγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, [[ζεύγνυμι]] πλησίον, [[συνάπτω]] εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν [[λέκτρον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα [[ἑκατέρωθεν]] δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· [[μετὰ]] δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ. | |||
}} | }} |