παραζεύγνυμι

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραζεύγνυμι Medium diacritics: παραζεύγνυμι Low diacritics: παραζεύγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: parazeúgnymi Transliteration B: parazeugnymi Transliteration C: parazeygnymi Beta Code: parazeu/gnumi

English (LSJ)

and παραζευγνύω, aor. 2 Pass. παρεζύγην [ῠ] Epicur.Fr.59:—
A yoke beside, couple in marriage, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον E.Fr.520; φρουρὼ π. φύλακε σώματος having set beside him, Id.Ion22:—Pass., to be coupled to another, γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα καὶ σῴζει δόμους Id.Fr.1055.2, cf. Epicur. l.c.: c. dat., D. Prooem. 55.
2 generally, associate, τί τινι Phld.Mus.p.71 K.:—Pass., to be associated in a task, PRyl.237.4 (iii A. D.); ἡ παρεζευγμένη χωλεία the associated lameness, Apollon.Cit.3.

German (Pape)

[Seite 478] u. παραζευγνύω (s. ζεύγνυμι), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut.

French (Bailly abrégé)

attacher à côté.
Étymologie: παρά, ζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ζεύγνυμι en παραζευγνύω ernaast inspannen; overdr. ernaast zetten:. φρουρὼ π. φύλακε σώματος twee (slangen) als bewakers van zijn lichaam neerzetten Eur. Ion 22.

Russian (Dvoretsky)

παραζεύγνῡμι: и παραζευγνύω
1 сопрягать, сочетать (χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον Eur.);
2 приставлять (φρουρὼ φύλακέ τινι Eur.).

Greek Monolingual

και παραζευγνύω ΜΑ
ζεύω μαζί
αρχ.
1. ενώνω κάποιον μαζί με άλλον, παντρεύω («χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον παραζευγνύναι», Ευρ)
2. τοποθετώ πολύ κοντά σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», Ευρ.)
3. συντροφεύω, ζευγαρώνω («παραζευγνυμένων σφίσιν έξ ἰδιωτῶν σπουδαίων καὶ δικαίων ἀνδρῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ζεύγνυμι ζεύω»].

Greek (Liddell-Scott)

παραζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, ζεύγνυμι πλησίον, συνάπτω εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα ἑκατέρωθεν δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· μετὰ δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ζεύξω
to yoke beside, set beside, Eur.:—Pass. to be joined, coupled with another, c. dat., Dem.