κόγχος: Difference between revisions

1,382 bytes added ,  5 August 2017
6_14
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] ὁ, 1) = [[κόγχη]], Aesch. frg. bei Ath. III, 87 a, vgl. IV, 160 b; übertr. auch fem., Pol. 6, 23, 5 προσήρμοσται τῷ θυρεῷ καὶ σιδηρᾶ [[κόγχος]]; vgl. Poll. 2, 38. 71. 188. – 2) die conchis der Römer, gekochte u. nicht durchgeschlagene Linsen, [[κόγχος]] καὶ [[κύαμος]] Speise der Armen, vgl. Ath. IV, 159 ff. u. B. A. 105, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] ὁ, 1) = [[κόγχη]], Aesch. frg. bei Ath. III, 87 a, vgl. IV, 160 b; übertr. auch fem., Pol. 6, 23, 5 προσήρμοσται τῷ θυρεῷ καὶ σιδηρᾶ [[κόγχος]]; vgl. Poll. 2, 38. 71. 188. – 2) die conchis der Römer, gekochte u. nicht durchgeschlagene Linsen, [[κόγχος]] καὶ [[κύαμος]] Speise der Armen, vgl. Ath. IV, 159 ff. u. B. A. 105, 17.
}}
{{ls
|lstext='''κόγχος''': ὁ, = [[κόγχη]] Ι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25, Ἐπίχ. 22· [[ὡσαύτως]] ἡ, Παυσ. 1. 44, 6· ― παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι γεν. πληθ. κόγχων, ἂν καὶ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἡ ὀνομαστ. κόγχαι. 2) = [[κόγχη]] Ι. 2, ὡς [[μέτρον]], κ. ἁλῶν Φρύν. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Διοσκ. 1. 32, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ὅμοιον πρὸς τὸ [[ὄστρακον]] κογχυλίου, 1) τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ κρανίου, «[[ὀστοῦν]] τοῦ ἐγκεφάλου κογχοειδὲς» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1105. 2) [[εἶδος]] ὀμφαλοῦ τῆς ἀσπίδος, Πολύβ. 23, 5 (ὡς θηλ.)· ὅμοιον [[κόσμημα]] ἢ ὀμφαλὸς ἐπὶ ἀγγείου, Διοσκ. 5. 110. 3) ἡ [[θέσις]], τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[Πολυδ]]. Β΄, 71. 4) ἡ [[ἐπιγονατίς]], [[αὐτόθι]] 188. ΙΙΙ. ἡ παρὰ Ρωμαίοις conchis, [[ἕψημα]] φακῶν [[μετὰ]] κυάμων, [[εἶδος]] πηκτοῦ ζωμοῦ μετ’ ὀσπρίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 159F, A. B. 105.
}}
}}