κόγχος

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόγχος Medium diacritics: κόγχος Low diacritics: κόγχος Capitals: ΚΟΓΧΟΣ
Transliteration A: kónchos Transliteration B: konchos Transliteration C: kogchos Beta Code: ko/gxos

English (LSJ)

ὁ (ἡ Paus.1.44.6, cf.Plb.6.23.5),
A = κόγχη 1, A.Fr.34, Epich. 42.9, Crates Theb.7; κόγχων (gen. pl.) Arist.HA528a24 (but κόγχαι ib.22).
2 = κόγχη 1.2, shell-full, κ. ἁλῶν Phryn.Com.49, cf. Dsc. 1.30.
II anything like a mussel-shell,
1 upper part of the skull, Lyc.1105.
2 boss of a shield, Plb.l.c.
3 small iron crucible, Dsc.5.95.
4 socket of the eye, Poll.2.71 (pl.).
5 kneepan, ib.188.
III soup of lentils boiled with the pods, Timo 3.

German (Pape)

[Seite 1465] ὁ, 1) = κόγχη, Aesch. frg. bei Ath. III, 87 a, vgl. IV, 160 b; übertr. auch fem., Pol. 6, 23, 5 προσήρμοσται τῷ θυρεῷ καὶ σιδηρᾶ κόγχος; vgl. Poll. 2, 38. 71. 188. – 2) die conchis der Römer, gekochte u. nicht durchgeschlagene Linsen, κόγχος καὶ κύαμος Speise der Armen, vgl. Ath. IV, 159 ff. u. B. A. 105, 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, qqf ἡ)
coquille.
Étymologie: cf. κόγχη.

Russian (Dvoretsky)

κόγχος:
I ὁ Aesch. = κόγχη 1.
IIвыступ в центре щита Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

κόγχος: ὁ, = κόγχη Ι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25, Ἐπίχ. 22· ὡσαύτως ἡ, Παυσ. 1. 44, 6· ― παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι γεν. πληθ. κόγχων, ἂν καὶ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἡ ὀνομαστ. κόγχαι. 2) = κόγχη Ι. 2, ὡς μέτρον, κ. ἁλῶν Φρύν. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Διοσκ. 1. 32, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ὅμοιον πρὸς τὸ ὄστρακον κογχυλίου, 1) τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κρανίου, «ὀστοῦν τοῦ ἐγκεφάλου κογχοειδὲς» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1105. 2) εἶδος ὀμφαλοῦ τῆς ἀσπίδος, Πολύβ. 23, 5 (ὡς θηλ.)· ὅμοιον κόσμημα ἢ ὀμφαλὸς ἐπὶ ἀγγείου, Διοσκ. 5. 110. 3) ἡ θέσις, τὸ κοίλωμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολυδ. Β΄, 71. 4) ἡ ἐπιγονατίς, αὐτόθι 188. ΙΙΙ. ἡ παρὰ Ρωμαίοις conchis, ἕψημα φακῶν μετὰ κυάμων, εἶδος πηκτοῦ ζωμοῦ μετ’ ὀσπρίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 159F, A. B. 105.

Greek Monolingual

ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή)
κοίλωμα του σώματος, κόγχηοφθαλμικός κόγχος»)
μσν.-αρχ.
κοχύλι
αρχ.
1. μικρό μέτρο για υγρά
2. το κοίλωμα της ασπίδας
3. μικρό αγγείο
4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού
5. πηχτός ζωμός από φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόγχη.

English (Woodhouse)

shell fish, shellfish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)