ἀνευπαράδεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(No difference)
|
Revision as of 10:21, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευπαράδεκτος: -ον, ὁ ἀπαράδεκτος, Κύρριλ. Ἀλεξ. Ἠσ. 58, σ. 814.
(6_17) |
(No difference)
|
ἀνευπαράδεκτος: -ον, ὁ ἀπαράδεκτος, Κύρριλ. Ἀλεξ. Ἠσ. 58, σ. 814.