ἀνθρωπόσχημος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(No difference)

Revision as of 10:28, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόσχημος: -ον, ὁ ἔχων σχῆμα ἀνθρώπου, «διὰ τὴν ἡμετέραν ἀσθένειαν πολλάκις καὶ ἀνθρωπόσχημον τὸ θεῖον αἱ θεῖαι γραφαὶ καταγγέλλουσιν» Ἀθαν. τ. 2, σ. 200.