Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
βυτίνη: ἡ, = πυτίνη, λέξις Ταραντίνη, Ἡσύχ. ― Ἴδε καὶ Λεξ. Κουμανούδη ἐν λ. β(υ)τινάριον.