ὑπνηλία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(No difference)
|
Revision as of 11:16, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνηλία: ἡ, τὸ ὑπνηλόν, «νύστα», Νείλου Ἐπιστ. σ. 131.
(6_11) |
(No difference)
|
ὑπνηλία: ἡ, τὸ ὑπνηλόν, «νύστα», Νείλου Ἐπιστ. σ. 131.