3,274,865
edits
(13_6a) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] 1) unüberlegt, unbesonnen, Plat. auch unverständig, [[οὕτως]] [[ἀλόγιστος]], [[ὥστε]] μὴ δύνασθαι λογίζεσθαι Apol. 37 d; Dinarch. 1, 39; τὸ ἀλόγιστον. = [[ἀλογιστία]], Plat. Rep. IV, 439 d; Thuc. 5, 99; auch von Sachen, [[τόλμα]] 6, 59. – 2) nicht herzuzählen, unzählbar, κακά Soph. O. C. 1671; aber ἀλ. [[ἀντάλλαγμα]] γενναίου φίλου, nicht zu rechnen, schlecht, Eur. Or. 1150. – Adv. unklug, unüberlegt, Plat. öfter; ποιεῖν Lys. 7, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] 1) unüberlegt, unbesonnen, Plat. auch unverständig, [[οὕτως]] [[ἀλόγιστος]], [[ὥστε]] μὴ δύνασθαι λογίζεσθαι Apol. 37 d; Dinarch. 1, 39; τὸ ἀλόγιστον. = [[ἀλογιστία]], Plat. Rep. IV, 439 d; Thuc. 5, 99; auch von Sachen, [[τόλμα]] 6, 59. – 2) nicht herzuzählen, unzählbar, κακά Soph. O. C. 1671; aber ἀλ. [[ἀντάλλαγμα]] γενναίου φίλου, nicht zu rechnen, schlecht, Eur. Or. 1150. – Adv. unklug, unüberlegt, Plat. öfter; ποιεῖν Lys. 7, 12. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀλόγιστος''': -ον, ὁ μὴ συλλογιζόμενος, [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀστόχαστος]], [[προπετής]], [[τόλμα]], Θουκ. 3. 82˙ [[ὀργή]], Μενάνδ. Ἄδηλ. 25: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, δαπανᾶν ἀλ. βίον, [[αὐτόθι]] 79, κτλ. 2) [[ἄλογος]], [[ἀσυλλόγιστος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λογιστικός]], Πλάτ. Ἀπολ. 37C, Πολ. 439D καὶ ἀλλ.˙ [[πλοῦτος]] ἀλ. προσλαβὼν ἐξουσίαν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 119: τὸ ἀλόγιστον, ἡ [[ἀλογιστία]], Θουκ. 5. 99: ― Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 45, Πλάτ. Πρωτ. 324B, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ μετρήσῃ, «ἀλογάριαστος», Σοφ. Ο. Κ. 1675 (λυρ.). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ λάβῃ ὑπὸ σκέψιν, [[φαῦλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1156, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 4. | |||
}} | }} |