Anonymous

ἀλόγιστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλόγιστος''': -ον, ὁ μὴ συλλογιζόμενος, [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀστόχαστος]], [[προπετής]], [[τόλμα]], Θουκ. 3. 82˙ [[ὀργή]], Μενάνδ. Ἄδηλ. 25: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, δαπανᾶν ἀλ. βίον, [[αὐτόθι]] 79, κτλ. 2) [[ἄλογος]], [[ἀσυλλόγιστος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λογιστικός]], Πλάτ. Ἀπολ. 37C, Πολ. 439D καὶ ἀλλ.˙ [[πλοῦτος]] ἀλ. προσλαβὼν ἐξουσίαν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 119: τὸ ἀλόγιστον, ἡ [[ἀλογιστία]], Θουκ. 5. 99: ― Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 45, Πλάτ. Πρωτ. 324B, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ μετρήσῃ, «ἀλογάριαστος», Σοφ. Ο. Κ. 1675 (λυρ.). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ λάβῃ ὑπὸ σκέψιν, [[φαῦλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1156, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 4.
|lstext='''ἀλόγιστος''': -ον, ὁ μὴ συλλογιζόμενος, [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀστόχαστος]], [[προπετής]], [[τόλμα]], Θουκ. 3. 82˙ [[ὀργή]], Μενάνδ. Ἄδηλ. 25: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, δαπανᾶν ἀλ. βίον, [[αὐτόθι]] 79, κτλ. 2) [[ἄλογος]], [[ἀσυλλόγιστος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λογιστικός]], Πλάτ. Ἀπολ. 37C, Πολ. 439D καὶ ἀλλ.˙ [[πλοῦτος]] ἀλ. προσλαβὼν ἐξουσίαν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 119: τὸ ἀλόγιστον, ἡ [[ἀλογιστία]], Θουκ. 5. 99: ― Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 45, Πλάτ. Πρωτ. 324B, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ μετρήσῃ, «ἀλογάριαστος», Σοφ. Ο. Κ. 1675 (λυρ.). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ λάβῃ ὑπὸ σκέψιν, [[φαῦλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1156, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> irréfléchi, inconsidéré, déraisonnable;<br /><b>2</b> incalculable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λογίζομαι]].
}}
}}