3,272,956
edits
(13_7_2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0620.png Seite 620]] ἡ, Tre <b class="b2">ueu. Glauben, Vertrauen, Zutrauen</b>; πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, Hes. O. 370; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, Pind. N. 8, 44; Aesch. Pers. 435; θνήσκει δὲ [[πίστις]], βλαστάνει δ' [[ἀπιστία]], Soph. O. C. 617; εἴ [[τίς]] ἐστι [[πίστις]] ἐν τοῖς δρωμένοις, Tr. 585; νῦν γ' ἂν τῷ θεῷ πίστιν φέροις, O. R. 1445; ὅρκων φρούδη [[πίστις]], Eur. Med. 492; τὰν πίστιν σμικρὰν παρ' [[ἐμοί]] γ' ἔχει, El. 737; οἷσιν [[οὔτε]] [[πίστις]] μένει, Ar. Ach. 289; Her. 8, 105; πίστει χρήσασθαι μονίμῳ, Plat. Rep. VI, 505 e; δόξαι καὶ πίστεις γίγνονται βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς, Tim. 37 b; διασώζειν τι ἐν πίστει, Xen. Cyr. 1, 6, 19; Folgde; Kredit, Dem. 36, 57, vgl. 44; εἰς πίστιν διδόναι, 32, 16. – <b class="b2">Beweis</b>, Unterpfand der Treue, Versicherungs-, Ueberzeugungsmittel, auch Bürgschaft, Zusicherung, ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, Soph. Phil. 802, vgl. O. C. 1628; πίστιν ἐπιτιθέναι κατὰ τῶν ἱερῶν, Is. 7, 16; πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι, einen Vertrag, ein Bündniß machen, Her. 9, 32; auch im plur., τὰς [[πίστις]] ποιεῖσθαι, 3, 8; πίστι [[λαβεῖν]], καταλαβεῖν τινα, Einen nach gegebener Bürgschaft zum Freunde annehmen, 3, 74. 9, 106; [[πρός]] τινα, Thuc. 4, 51; ὅρκων καὶ πίστεων, Plat. Legg. III, 701 c; πίστεις τὰς μεγίστας ἡγουμένω ἀλλήλοιν δεδωκέναι καὶ δεδέχθαι, Phaedr. 256 d; πίστεις ποιεῖσθαι ἀλλήλοις, Xen. Hell. 1, 3, 12; πίστιν δοῦναι, Ar. Lys. 1185; καὶ [[λαβεῖν]], Xen. oft; vgl. τὴν ἑαυτῷ πρὸς ὑμᾶς γεγενημένην πίστιν ἀνεῖλε, Din. 3, 18; Pol. oft, auch πίστεις θέσθαι, 3, 67, 7; er braucht es auch für das anvertraute Geschäft, 6, 35, 8 u. sonst; – Arist. rhet. 1, 1 führt die πίστεις als künstliche Beweismittel an; πίστεσιν, αἷς ἄλλους πείθομεν, βουλευώμεθα, Isocr. 3, 8; vgl. noch Plat. παραμυθίας δεῖται καὶ πίστεως, Phaed. 70 b; auch = Versprechen, Verheißung, πίστεσιν ἐξαπατηθέντες, Xen. Cyr. 8, 8, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0620.png Seite 620]] ἡ, Tre <b class="b2">ueu. Glauben, Vertrauen, Zutrauen</b>; πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, Hes. O. 370; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, Pind. N. 8, 44; Aesch. Pers. 435; θνήσκει δὲ [[πίστις]], βλαστάνει δ' [[ἀπιστία]], Soph. O. C. 617; εἴ [[τίς]] ἐστι [[πίστις]] ἐν τοῖς δρωμένοις, Tr. 585; νῦν γ' ἂν τῷ θεῷ πίστιν φέροις, O. R. 1445; ὅρκων φρούδη [[πίστις]], Eur. Med. 492; τὰν πίστιν σμικρὰν παρ' [[ἐμοί]] γ' ἔχει, El. 737; οἷσιν [[οὔτε]] [[πίστις]] μένει, Ar. Ach. 289; Her. 8, 105; πίστει χρήσασθαι μονίμῳ, Plat. Rep. VI, 505 e; δόξαι καὶ πίστεις γίγνονται βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς, Tim. 37 b; διασώζειν τι ἐν πίστει, Xen. Cyr. 1, 6, 19; Folgde; Kredit, Dem. 36, 57, vgl. 44; εἰς πίστιν διδόναι, 32, 16. – <b class="b2">Beweis</b>, Unterpfand der Treue, Versicherungs-, Ueberzeugungsmittel, auch Bürgschaft, Zusicherung, ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, Soph. Phil. 802, vgl. O. C. 1628; πίστιν ἐπιτιθέναι κατὰ τῶν ἱερῶν, Is. 7, 16; πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι, einen Vertrag, ein Bündniß machen, Her. 9, 32; auch im plur., τὰς [[πίστις]] ποιεῖσθαι, 3, 8; πίστι [[λαβεῖν]], καταλαβεῖν τινα, Einen nach gegebener Bürgschaft zum Freunde annehmen, 3, 74. 9, 106; [[πρός]] τινα, Thuc. 4, 51; ὅρκων καὶ πίστεων, Plat. Legg. III, 701 c; πίστεις τὰς μεγίστας ἡγουμένω ἀλλήλοιν δεδωκέναι καὶ δεδέχθαι, Phaedr. 256 d; πίστεις ποιεῖσθαι ἀλλήλοις, Xen. Hell. 1, 3, 12; πίστιν δοῦναι, Ar. Lys. 1185; καὶ [[λαβεῖν]], Xen. oft; vgl. τὴν ἑαυτῷ πρὸς ὑμᾶς γεγενημένην πίστιν ἀνεῖλε, Din. 3, 18; Pol. oft, auch πίστεις θέσθαι, 3, 67, 7; er braucht es auch für das anvertraute Geschäft, 6, 35, 8 u. sonst; – Arist. rhet. 1, 1 führt die πίστεις als künstliche Beweismittel an; πίστεσιν, αἷς ἄλλους πείθομεν, βουλευώμεθα, Isocr. 3, 8; vgl. noch Plat. παραμυθίας δεῖται καὶ πίστεως, Phaed. 70 b; auch = Versprechen, Verheißung, πίστεσιν ἐξαπατηθέντες, Xen. Cyr. 8, 8, 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πίστις''': ἡ, γεν. εως, Ἰων. ιος Ἐμπεδ. 413· δοτ. πίστει, Ἰων. πίστῑ Ἡρόδ. 3. 74· Ἰων. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. πίστῑς [[αὐτόθι]] 8· δοτ. πίστισι 4. 172· (πείθομαι). Τὸ πιστεύειν τινὶ «ἐμπιστοσύνη», Λατ. fides, fiducia, πρῶτον παρ’ Ἡσ. πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, «αἱ πίστεις, αἱ πρὸς ἐκείνους [[δηλονότι]], οἷς οὐκ ἔδει πιστεύειν, καὶ αἱ ἀπιστίαι αἱ πρὸς ἐκείνους οἷς ἔδει πιστεύειν, ὤλεσαν ἄνδρας» (Μοσχόπ.), Ἔργ. κ. Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· π. ἔχει τινὶ Σοφ. Ο. Κ. 950, πρβλ. Ο. Τ. 1445, κτλ.· [[μετὰ]] γεν. προσ., [[πίστις]] [[περί]] τινος, εἴς τινα..., π. θεῶν Εὐρ. Μήδ. 414, Ἱππ. 1037· ― [[καθόλου]], [[πεποίθησις]] [[περί]] τινος πράγματος, [[βεβαιότης]] ὑποκειμενική, Πινδ. Ν. 8. 73, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., σωφροσύνης πίστιν ἔχειν [[περί]] τινος, ἔχειν πεποίθησιν περὶ τῆς σωφροσύνης [[αὐτοῦ]], Δημ. 300. 11· π. [[περί]] τινος ἔχειν Πλούτ. 2. 1101C. 2) [[μετὰ]] σημασίας ὑποκειμενικῆς, καλὴ [[πίστις]], ἐμπιστοσύνη, [[τιμιότης]], Λατ. fides, Θέογν. 1133, Ἡρόδ. 8. 105, Αἰσχύλ. Πέρσ. 443· θνήσκει δὲ [[πίστις]], βλαστάνει δ’ [[ἀπιστία]] Σοφ. Ο. Κ. 611· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀξιόπιστον, «[[ὑπόληψις]]», τὰν π. σμικρὰν παρ’ ἔμοιγ’ ἔχει Εὐρ. Ἠλ. 737· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 12, Πολύβ. 1. 35, 4. 3) ἐπὶ ἐμπορικῆς σημασίας, [[πίστις]], [[ὑπόληψις]] ἐμπορική, ὡς τὸ Λατ. fides, [[πίστις]] τοσούτων χρημάτων ἐστί μοι [[παρά]] τινι Δημ. 962. 4, πρβλ. 958. 3· εἰς πίστιν διδόναι τί τινι ὁ αὐτ. 886. 25· [[οὕτως]], ἐν πίστει [[κληρονόμος]] ἀπολειφθεὶς Πλουτ. Κικ. 41, [[ἔνθα]] (τ. 5, σ. 428) ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Κοραῆ, ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λ. φεδεϊκόμισσα. 4) Θεολογικῶς, [[πίστις]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνῶσιν, Καιν. Διαθ., Ἐκκλ. ΙΙ. τὸ παρέχον ἐμπιστοσύνην, 1) ὡς τὸ [[πιστόν]], [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], [[ἐγγύησις]], οὐκ ἀνδρὸς [[ὅρκος]] [[πίστις]] ἀλλ’ ὅρκων ἀνὴρ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 290, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 887, Εὐρ. Ἱππ. 1055, Ἀντιφῶν 144. 18· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ [[ὅρκος]] καὶ [[δεξιά]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 14, 5, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 21· ἔμβαλε χειρὸς πίστιν Σοφ. Φιλ. 813· δός μοι χερὸς σῆς π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1632· πίστιν καὶ ὅρκια ποιοῦμαι, [[κάμνω]] συνθήκην ἀνταλλάσσων ἀμοιβαίας διαβεβαιώσεις καὶ ὅρκους, Ἡρόδ. 9. 92, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 39· οἶσιν... [[οὔτε]] π. οὔθ’ [[ὅρκος]] μένει Ἀριστοφ. Ἀχ. 308· οὕτω, [[πίστις]] (Ἰων. ἀντὶ πίστεις) ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 3. 8· [[πρός]] τινα Θουκ. 4. 51· ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλ. 1. 3, 12· [[πίστις]] διδόναι, παρέχειν διαβεβαιώσεις, Ἡρόδ. 9. 94, πρβλ. Θουκ. 4. 86· ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δοῦναι Ἀριστοφ. Λυσ. 1185· π. δοῦναί τινι Θουκ. 5. 45· π. διδόναι καὶ λαμβάνειν, ἀνταλλάσσειν, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 44· διδόναι καὶ δέχεσθαι ἀλλήλοιν Πλάτ. Φαῖδρ. 256D, πρβλ. Λυσίαν 121. 4., 154. 40· πίστι λαβεῖν ἢ καταλαβεῖν τινα, δέχεσθαί τινα εἰς φιλίαν ἐπὶ διαβεβαιώσει, Ἡρόδ. 3. 74., 9. 106· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὅρκου, θεῶν πίστεις ὀμνύναι Θουκ. 5. 30· πίστιν ἐπιτιθέναι ἢ προστιθέναι τινὶ Δημ. 852. 15., 1270. 9, πρβλ. 1196, 16· ― [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., φόβων π., [[βεβαίωσις]] [[ἐναντίον]] φόβων, παραθάρρυνσις, Εὐρ. Ἱκέτ. 627. 2) [[μέσον]] καταπείσεως, [[ἐπιχείρημα]], οἵοις χρῶνται οἱ ῥήτορες, Ἀντιφῶν 139. 18., 144. 34, Πλάτ. Φαίδων 70Β, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.· ― παρ’ Ἀριστ., [[τοὐναντίον]] τῷ ἀποδεικτικῷ ἐπιχειρήματι ([[ὅπερ]] καλεῖ ἀπόδειξιν), Ρητορ. 1. 1, 11., 1. 15, 1., 2, 20, 1· ἀλλὰ χρῆται ὁ αὐτ. τῇ λέξει καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 2, κτλ.· ἡ διὰ συλλογισμοῦ π. ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 8, 4. ΙΙΙ. τὸ παραδιδόμενον πρὸς φύλαξιν, [[παρακαταθήκη]], Λατ. fideicommissum, πίστιν ἐγχειρίζειν τινὶ Ἐπιγρ. Βοιωτ. IVb. 42, Πολύβ. 5. 41, 2., 16. 22, 2· σὴ π., παραδεδομένη εἰς σὲ ὡς [[παρακαταθήκη]], Ἑλληνικ. Ἐπιγράμματα 2618. 23. | |||
}} | }} |